Εκατοντάδες πρόσφυγες εβραϊκής καταγωγής επιβιβάστηκαν στο πλοίο «St. Louis» για να περάσουν τον Ατλαντικό και να ξεφύγουν από τη ναζιστική φρίκη. Τρεις χώρες δεν τους δέχθηκαν και για πολλούς επιβάτες αυτό ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη
Στα τέλη του 1930 οι διώξεις κατά των ατόμων εβραϊκής καταγωγής, εντός του γερμανικού κράτους, είχαν φτάσει στο απόγειο τους. Η Νύχτα των Κρυστάλλων, τον Νοέμβριο του 1938, ήταν για πολλούς Εβραίους, ένα ξεκάθαρο μήνυμα πως πρέπει να βρουν άμεσα τρόπο διαφυγής. Μάλιστα ήταν τέτοιες οι πληροφορίες που έρχονταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ο μοναδικός ασφαλής προορισμός έμοιαζε να είναι εκτός της Γηραιάς Ηπείρου. Από τις αρχές του 1939 εκατοντάδες Γερμανοί πολίτες εβραϊκής καταγωγής οργάνωναν το ταξίδι σωτηρίας. Στόχος τους να διασχίσουν τον Ατλαντικό και να ζητήσουν πολιτικό άσυλο στην Κούβα.
Στις 13 Μαΐου 1939 περίπου 900 άτομα επιβιβάστηκαν στο πλοίο «St. Louis», που ήταν δεμένο στο λιμάνι του Αμβούργου. Οι επιβάτες, στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν Εβραίοι πρόσφυγες. Με καπετάνιο τον Γκουστάβ Σρέντερ και σημαία της ναζιστικής Γερμανίας απέπλευσαν στις οκτώ το βράδυ για το Χερβούργο της Γαλλίας. Εκεί επιβιβάστηκαν ακόμα 37 άτομα. Όλοι τους είχαν αγοράσει άδεια αποβίβασης στην Κούβα. Τις είχε εκδώσει ο υπεύθυνος μετανάστευσης του νησιού Μανουέλ Μπενίτες και είχε πάρει ένα τεράστιο για την εποχή ποσό. Όταν οι κάβοι λύνονται για να ξεκινήσει το υπερατλαντικό ταξίδι θεωρούν πως έχουν γλιτώσει από τη ναζιστική φρίκη.
«Κρουαζιέρα αναψυχής»
«Υπαρχει μια κάπως νευρική διάθεση ανάμεσα στους επιβάτες. Παρότι όλοι φαίνονται πεπεισμένοι ότι δεν θα ξαναδούν ποτέ ξανά τη Γερμανία. Συγκινητικές σκηνές αποχωρισμού έλαβαν χώρα. Κάποιοι φαίνονται χαλαροί που αφήνουν τα σπίτια τους, άλλοι το έχουν πάει βαριά. Αλλά ο όμορφος καιρός, ο καθαρός αέρας της θάλασσας, το καλό φαγητό και το προσεκτικό σέρβις σύντομα θα δημιουργήσει την ανέμελη ατμόσφαιρα των μακρινών θαλάσσιων ταξιδιών. Οι επώδυνες εντυπώσεις της ξηράς εξαφανίζονται γρήγορα στη θάλασσα και μοιάζουν σαν όνειρο» θα γράψει ο καπετάνιος στο ημερολόγιο του.
Ο Λόταρ Μόλτον ήταν ένας από τους επιβάτες του «St. Louis». Ταξίδευε μαζί με τους γονείς του και θυμάται ότι όλοι ήταν χαρούμενοι και το κλίμα ήταν «σαν να πηγαίναμε μια κρουαζιέρα αναψυχής προς την ελευθερία».
«Το φαγητό ήταν εξαιρετικό και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγιναν πάρτι και κονσέρτα. Γίνονταν ακόμα και μαθήματα κολύμβησης στην πισίνα. Το βράδυ κάθε Παρασκευής πραγματοποιούνταν θρησκευτική τελετή. Θυμάμαι ότι το προσωπικό του πλοίου είχε καλύψει μια προτομή του Χίτλερ με ένα τραπεζομάντιλο για να μην την βλέπουμε» τονίζει. Το μόνο που διατάραξε το όμορφο κλίμα ήταν ο θάνατος, απο προβλήματα υγείας, του επιβάτη Μόριτς Βάιλερ στις 23 Μαΐου και η αυτοκτονία ενός ναύτη (έπεσε στη θάλασσα) την ίδια ημέρα.
Όταν στον ορίζοντα άρχισαν να φαίνονται τα φώτα της Κούβας οι επιβάτες ενθουσιάστηκαν. Πίστεψαν ότι τα βάσανα τους τελείωσαν και μια καινούργια όμορφη ζωή ξεκινά.
Ψυχρολουσία στην Κούβα
Από τις 23 Μαΐου ο Σρέντερ είχε ενημερωθεί πως ίσως θα είχαν πρόβλημα με την αποβίβαση τους στην Κούβα. Ενημέρωσε μια επιτροπή των προσφύγων και συμφώνησαν πως θα βρεθεί κάποια λύση.
Πλησιάζοντας στο λιμάνι της Αβάνας ο καπετάνιος ενημερώθηκε από τις αρχές ότι πρέπει να ρίξει άγκυρα στα ανοιχτά και να μην δέσει στις αποβάθρες. Του γνωστοποίησαν πως με εντολή του προέδρου της νησιωτικής χώρας, Φεντερίκο Λαρέδο Μπρου οι άδειες αποβίβασης είχαν ακυρωθεί. Από τους 937 επιβαίνοντες λιγότεροι από 30 πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την έκδοση βίζας και μόνο σε αυτούς θα επιτραπεί η αποβίβαση. Το πλοίο παράμεινε αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι με την ελπίδα πως η κουβανική κυβέρνηση θα αλλάξει την απόφαση της και θα δεχθεί τους πρόσφυγες. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και πάλι ο Μανουέλ Μπενίτες. Έπεισε τους πρόσφυγες πως θα μεταπείσει τον πρόεδρο και ζήτησε ένα τεράστιο ποσό για να το κάνει.
Εν τω μεταξύ Εβραίοι που μένουν ήδη στην Κούβα και έχουν συγγενείς στο «St. Louis», το προσεγγίζουν με βάρκες για να δουν λίγο τα μέλη της οικογένειας του. Όσο οι μέρες περνούν το κλίμα απόγνωσης επικρατεί στο πλοίο.
Ένας από τους επιβάτες, ο Μαξ Λεβ κόβει τις φλέβες στους καρπούς τους και πέφτει στη θάλασσα. Οι κουβανικές αρχές τον περισυλλέγουν και τον μεταφέρουν σε νοσοκομείο στην Αβάνα. Είναι ένα από τα 28 συνολικά άτομα που επέβαιναν στο «St. Louis» και αποβιβάστηκαν τελικά στην Κούβα. Οι υπόλοιποι ήταν 22 επιβάτες που είχε αμερικανική βίζα, τέσσερις Ισπανοί πολίτες και δύο Κουβανοί.
Η αμερικανική κυβέρνηση πίεζε την Κούβα να δεχθεί τους πρόσφυγες για να μην βρεθεί η ίδια σε δύσκολη θέση αλλά οι προσπάθειες της δεν απέδωσαν. Στις 2 Ιουνίου ο πρόεδρος Μπρου ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να δεχθεί τους πρόσφυγες και ζητά από το πλοίο να αποπλεύσει. Επόμενος προορισμός ελπίδας οι ΗΠΑ. Το «St. Louis» κινείται βόρεια και προσεγγίζει την Φλόριντα.
Όχι από ΗΠΑ και Καναδά
Στις 4 Ιουνίου 1939 φτάνει κοντά στις ακτές των ΗΠΑ και ο καπετάνιος ζητά άδεια επιβίβασης. «Διακρίναμε ακόμα και τους ουρανοξύστες του Μαϊάμι αλλά τελικά για εμάς ήταν ακόμα μια απαγορευμένη πόλη θα πει ένας από τους επιζώντες.
Ο υπουργός εξωτερικών, Κορντέλ Χαλ συμβουλεύει τον πρόεδρο Ρούζβελντ να μην δεχθεί το πλοίο για να μην δημιουργηθεί διπλωματικό επεισόδιο με τη ναζιστική Γερμανία.
Ο καπετάνιος Σρέντερ πλέον σκέφτεται τη λύση της παράνομης προσάραξης. Θέλει να βγάλει το πλοίο όσο πιο κοντά στην ακτή γίνεται και να αφήσει τους επιβάτες να φύγουν. Το αμερικανικό λιμενικό όμως παρακολουθεί το «St. Louis» και το εμποδίζει να προσεγγίσει την ακτή. Η υπόθεση τους πλέον έχει γίνει γνωστή και στον Καναδά και μια ομάδα ακαδημαϊκών ζητά από τον πρόεδρο Γουίλιαμ Λίον Μακένζι Κινγκ να δεχθεί τους πρόσφυγες. Σε δύο μέρες το καράβι θα μπορούσε να φτάσει το καναδικό λιμάνι του Χάλιφαξ. Ο διευθυντής του γραφείου μετανάστευσης του Καναδά, Φρέντερικ Μπλερ είναι εχθρικός απέναντι στους Εβραίους και πείθει τον πρωθυπουργό να μην τους δεχθεί. «Αν αυτοί οι Εβραίοι βρουν σπίτι στον Καναδά θα τους ακολουθήσουν και άλλα καράβια και κάπου πρέπει να τραβήξουμε μια γραμμή» θα πει ο Μπλερ. Ο καπετάνιος Σρέντερ μαθαίνει ότι και ο Καναδάς δεν αποτελεί επιλογή.
Με τις συνθήκες πλέον στο πλοίο να είναι κακές και κάποια
τηλεγραφήματα για άδεια από την Κούβα να αποδεικνύονται ψεύτικα ο Σρέντερ δεν
έχει άλλη επιλογή από το να σχεδιάσει το ταξίδι για την Ευρώπη. Στις 7 Ιουνίου
1939 ανακοινώνει στους επιβάτες ότι γυρίζουν πίσω.
Το σενάριο της επιστροφής στη Γερμανία είχε αποκλειστεί και ο καπετάνιος αρχικά σχεδίαζε να προσαράξει το πλοίο σε βρετανικό έδαφος ώστε να αναγκάσει τη χώρα να δεχθεί τους πρόσφυγες. Όμως η αμερικανική κυβέρνηση σε συνεργασία με κάποιες ευρωπαϊκές αποφασίζουν πως το «St Lewis» θα ταξιδέψει αρχικά για το Βέλγιο και στη συνέχεια για άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου οι οποίες θα... μοιραστούν τους πρόσφυγες. Στις 17 Ιουνίου 1939 το «St. Louis» δένει στο λιμάνι της Αμβέρσας όπου αφήνει 224 άτομα. Η Βρετανία δέχεται 288, η Γαλλία 214 και η Ολλανδία 181. Τελικά το πλοίο επιστρέφει στο λιμάνι του Αμβούργου χωρίς επιβάτες.
Θανατική καταδίκη
Μέσα στο επόμενο διάστημα η μια χώρα μετά την άλλη θα βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή. Αν εξαιρέσουμε τη Βρετανία κατακτήθηκαν όλες οι υπόλοιπες που δέχθηκαν Εβραίους πρόσφυγες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι 254 από τους επιβάτες του «St Louis» δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Η άρνηση της Κούβας, των ΗΠΑ και του Καναδά να δεχθούν το καράβι ισοδυναμούσε με ποινή θανάτου για μεγάλο ποσοστό των επιβατών.
Το 2012 η αμερικανική κυβέρνηση απολογήθηκε επίσημα σε ειδική τελετή που παρακολούθησαν 14 από τους επιβάτες του καραβιού. Πέντε χρόνια μετά (2017) ο Καναδάς απολογήθηκε με δήλωση του πρωθυπουργού του Τζάστιν Τριντό. Μετά το τέλος του πολέμου ο καπετάνιος Γκούσταβ Σρέντερ πήρε το μετάλλιο της τιμής από τη γερμανική κυβέρνηση και μετά θάνατον του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δίκαιου Ανάμεσα στα Έθνη από τις αρχές του Ισραήλ.