«Ξύπνησα και όλοι στην Τζόουνσταουν ήταν νεκροί»


Η Χάιασινθ Τρας ήταν ένα από τα πολλά άτομα που πίστεψαν στον Τζιμ Τζόουνς και από τα ελάχιστα που επέζησαν από το... μακελειό στη Γουιάνα

Η Χάιασινθ Έντουαρντ Τρας ήταν 52 ετών όταν η αδελφή της Ζιπόρα της μίλησε για τον πάστορα που είδε στην τηλεόραση. «Είναι τόσο ξεχωριστός. Πρέπει να πάμε να τον δούμε από κοντά» της είπε. Βαθιά θρησκευόμενη η Αιακινθ πείστηκε και το 1957 επισκέφθηκε την εκκλησία του πάστορα Τζόουνς στο Νιού Τζέρσεϊ. Την αποκαλούσε «People's Temple».

Όταν οι αδελφές Τρας παρακολούθησαν τα κηρύγματα και τον γνώρισαν από κοντά πείστηκαν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήταν η εποχή που ο Τζόουνς παρουσίαζε ένα αμάλγαμα χριστιανικών διδαχών και σοσιαλισμού. Σε μια ρατσιστική κοινωνία όπου λευκοί και μαύροι ήταν ίσοι μόνο στα χαρτιά ο Τζόουνς απέρριπτε με οργή τον φυλετικό διαχωρισμό και μιλούσε για την ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να ξεπεράσουν κάθε ρατσιστικό στερεότυπο.

Απόγονοι σκλάβων η Χάιασινθ και η Ζιπ είχαν ζήσει στο πετσί τους την ανισότητα και τον ρατσισμό. Είχαν γεννηθεί στην Αλαμπάμα του «Τζιμ Κρόου» όπου το λιντσάρισμα μαύρων ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Στη συνέχεια μετακόμισαν στην Ινδιανάπολη σε μια εποχή όπου στην πόλη κυριαρχούσε η Κου Κλουξ Κλαν. Βλέποντας λοιπόν έναν λευκό πάστορα να μιλάει για ισότητα αγαλλίαζε η ψυχή τους.

«Βοηθούσε πολύ κόσμο. Έβαζε κάρβουνο σε μαύρους που δεν είχαν λεφτά, τους έδινε παπούτσια και πράγματα. Πάντα ήθελε να βοηθά. Φυσικά μου άρεσε να βοηθάω κι εγώ. Τον ακολούθησα λοιπόν γιατί εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλός» θα πει η Χάιασινθ σε μια συνέντευξη της.

Είχε πειστεί ακόμα ότι ο Τζιμ Τζόουνς είχε θεραπευτικές ικανότητες. Ο πάστορας έδινε μικρές παραστάσεις παριστάνοντας ότι μπορεί να εξαφανίσει ασθένειες και πόνους. Η Χάιασινθ πίστευε ότι ήταν αυτός που την είχε θεραπεύσει από μια αρρώστια που την ταλαιπωρούσε.

Αποφάσισαν λοιπόν με την αδελφή της να ακολουθήσουν τον Τζόουνς σε ό,τι και αν έκανε και να πειθαρχούν σε όσα τους ζητούσε. Πούλησαν το σπίτι τους, έδωσαν τα λεφτά στον «Ναό του Λαού» και μετακόμισαν στην Καλιφόρνια όπου ο Τζόουνς είχε ιδρύσει την πρώτη ιδιωτική κοινότητα του ποιμνίου του.

Ακόμα και όταν ο πάστορας τους είπε ότι πρέπει να μετακομίσει στη Γουιάνα γιατί στις ΗΠΑ κινδυνεύουν, δεν του έφεραν αντίσταση. Ταξίδεψαν στη Λατινική Αμερική και έγιναν πολίτες της Τζόνσταουν.

Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος της Χάιασινθ με τον Τζόουνς που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Πίστευε στον μύθο που έχτιζε μεθοδικά ο πάστορας ώστε να δικαιολογήσει αυτό που αποκαλούσε «επαναστατική αυτοκτονία». Η Χάιασινθ είχε πειστεί πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ σκόπευε να τους επιτεθεί και να τους σκοτώσει. Για όλα τα δεινά που περνούσαν στην Τζόνσταουν έφταιγαν «πράκτορες» και το «καθεστώς» που δεν τους επέτρεπε να ζήσουν όπως ήθελαν. Ο Τζόουνς είχε καταφέρει να παρασύρει στην παράνοια του την συντριπτική πλειονότητα των ατόμων που τον ακολούθησαν στη Γουιάνα και η Χάιασινθ (φωτό κάτω) δεν αποτελούσε εξαίρεση. Τα παιχνίδια της μοίρας όμως της έσωσαν τη ζωή.


Από τις αρχές του Φθινοπώρου του 1978 ο Τζόουνς σχεδίαζε την μαζική αυτοκτονία. Έψαχνε ποιός είναι ο πιο γρήγορος και εύκολος τρόπος και προετοίμαζε τον κόσμο για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να θυσιαστούν. Η επίσκεψη του γερουσιαστή Ράιαν, τον Νοέμβριο του 1978, του έδωσε την ευκαιρία που έψαχνε. Έβαλε οπαδούς του να τον δολοφονήσουν και ανακοίνωσε σε όσους βρίσκοντας στην Τζόουνσταουν πως πλέον δεν υπάρχει άλλη λύση από την αυτοκτονία. Ήταν το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου 1978.

Η Χάιασινθ επέλεξε να μην παρακολουθήσει τη «Λευκή Νύχτα» που είχε οργανώσει ο Τζόουνς στο μεγάλο υπόστεγο της πόλης. Φοβόταν ότι θα τους επιτεθεί ο στρατός. «Όλοι πήγαιναν προς το υπόστεγο. Θυμάμαι τα παιδιά και τα μωρά να περνάνε από το σπίτι μας. Με καπελάκια, σανδάλια και σορτς. Αυτή η σκέψη είναι αρκετή να σε κάνεις να ουρλιάξεις τώρα που ξέρεις ότι όλα αυτά τα παιδιά είναι νεκρά» θα πει.

Όταν οι φρουροί του Τζόουνς άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα για να τρομάξουν το πλήθος και να μην επιχειρήσει να δραπετεύσει η Χάιασινθ πίστεψε ότι άρχισε η κυβερνητική επίθεση. «Κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι και περίμενα την αδελφή μου» θυμάται σε συνέντευξη που έδωσε αρκετά χρόνια μετά. Άκουγε φωνές και πυροβολισμούς μέχρι που όλα σταμάτησαν. Ήταν πολύ τρομαγμένη για να βγει έξω. Κάθισε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε το πρωινό της 19ης Νοεμβρίου.

«Ξύπνησαν και σηκώθηκα. Βγήκα να ψάξω την αδελφή μου. Όλοι στην Τζόουνσταουν ήταν νεκροί. Σκέφτηκα: Ω Θεέ μου ήρθαν και τους σκότωσαν όλα Είμαι ο... μοναδικότερος άνθρωπος ζωντανός. Γιατί δεν με πήραν κι εμένα;» θα πει. Η τελευταία της ατάκα, «The onliest one alive» θα την ακολουθεί για όλη την υπόλοιπη της ζωή και θα αποτελέσει και τον τίτλο για έναν βιβλίο που κυκλοφόρησε με θέμα την ιστορία της.


Άρχισε να περιφέρεται στην πόλη. Παντού πτώματα και μια ανατριχιαστική ησυχία. Σύντομα βρήκε τη αδελφή της. Είχε πιει και αυτή τον χυμό με το κυάνιο.  Όταν πλησίασε στο μεγάλο υπόστεγο το θέαμα της έκοψε τα πόδια. Εκατοντάδες άνθρωποι νεκροί κείτονταν στο χώμα. Όλοι οι φίλοι, όλοι οι γνωστοί, όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους ζούσε μαζί είχαν πεθάνει.

Η Χάιασινθ πέρασε την υπόλοιπη μέρα μόνης της στην νεκρή πόλη του πάστορα Τζόουνς. Την βρήκε ο στρατός της Γουιάνας που έφτασε την Τζόουνσταουν. Για αρκετό διάστημα θεωρούταν η μοναδική επιζήσασα απ' όσα άτομα έμειναν στην πόλη μετά το κάλεσμα του Τζιμ Τζόουνς. Όπως αποδείχθηκε είχε επιζήσει και ένας 79χρονος ο οποίος λόγω προβλημάτων ακοής δεν είχε αντιληφθεί το μήνυμα στα μεγάφωνα.

Μετά τη διάσωση και επιστροφή της στις ΗΠΑ η 76χρονη έζησε σε ένα γηροκομείο στην Ιντιανάπολη.  Διατήρησε χαμηλό προφίλ και δεν της άρεσε να μιλά για τα όσα έζησε. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις. Σε μια από αυτές θα επιχειρήσει να εξηγήσει γιατί δεν ακολούθησε τον Τζιμ Τζόουνς. «Μετανιώνω που δεν έφυγα από κοντά του αλλά όταν τον γνώρισα ήταν διαφορετικός. Φτάνοντας πλέον στην Τζόνσταουν ήμασταν εγκλωβισμένοι. Εκεί βρισκόταν η αδελφή μου και οι φίλοι μου. Δεν μπορούσα να τους αφήσω και να φύγω. Αυτή ήταν η ζωή μου» θα πει.

Πέθανε το 1995 σε ηλικία 93 ετών.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ αναλυτικά την ιστορία του Τζιμ Τζόουνς