«Χάθηκα στην έρημο για εννέα μέρες. Επέζησα με ούρα και αίμα»


Ο Μάουρο Προσπέρι έτρεχε έναν υπερμαραθώνιο στη Σαχάρα όταν μια αμμοθύελλα τον άφησε μόνο και αβοήθητο. Εξιστορεί πως οι νυχτερίδες και τα ούρα του τον έσωσαν

Τον Απρίλιο του 1994 ο Μάουρο Προσπέρι συμμετείχε στον Μαραθώνιο «Des Sables». Πρόκειται για έναν ιδιαιτέρως απαιτητικό αγώνα 250χλμ υπό αφόρητη ζέστη μέσα στην έρημο Σαχάρα. Κάποια στιγμή, ο Προσπέρι μπήκε σε μια αμμώδη περιοχή με λόφους. «Η άμμος άρχισε να σηκώνεται και να περιστρέφεται. Οι λόφοι κινούνταν. Ο αέρας επέμενε και ενισχυόταν και πριν καταλάβω τι γινόταν δεν μπορούσα να δω τίποτα. Ήμουν μέσα σε ένα κίτρινο τείχος. Ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που η άμμος με χτυπούσε και με πονούσε» θυμάται.

Οι οργανωτές τού είχαν πει πως σε περίπτωση αμμοθύελλας έπρεπε να βρει καταφύγιο και να περιμένει να καταλαγιάσει το φαινόμενο. «Δεν υπάρχουν όμως πολλά καταφύγια μέσα στην έρημο. Είναι δύσκολο να βρεις ένα μέρος να προστατευτείς μέσα σε αυτό το τοπίο με τους αμμόλοφους» λέει ο Προσπέρι.

Συνέχισε λοιπόν να κινείται. Όταν σταματούσε, η άμμος τον κάλυπτε και έτσι έπρεπε να ξεκινήσει και πάλι. Η αμμοθύελλα διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες και μετά το τοπίο ήταν εξωπραγματικό. «Είχε εξαφανιστεί κάθε σημείο αναφοράς. Το τοπίο ήταν πλήρως μεταμορφωμένο. Δεν μπορούσες να καταλάβεις πού βρίσκεσαι».

Η πρώτη του αντίδραση ήταν να τρέξει. Σκέφτηκε πως έχασε χρόνο και πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να ολοκληρώσει τον αγώνα. «Ήλπιζα ότι μπορεί ακόμα να είμαι μέσα στα μετάλλια. Μου έκανε εντύπωση όμως που δεν έβλεπα κανέναν. Ανέβηκα σε έναν λόφο και στον ορίζοντα δεν φαινόταν τίποτα. Ούτε κάποιο σημάδι, ούτε κάποιος αθλητής. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά».

Ο Προσπέρι θυμήθηκε τον παππού του και τις ιστορίες που έλεγε από τον πόλεμο. «Μου είχε πει ότι δεν είχαν νερό και αναγκάζονταν να πιούν τα ούρα τους για να επιβιώσουν. Ούρησα λοιπόν μέσα στο παγούρι που είχα μαζί. Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν και πως σκεφτόμουν ότι δεν θα το χρειαστώ. Πίστευα ότι οι οργανωτές θα με βρουν σύντομα».

Όπως λέει δεν θα ξεχάσει ποτέ τον ουρανό που είδε το πρώτο βράδυ. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ερήμου τα αστέρια έλαμπαν όπως δεν τα είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή του. Ξημερώνοντας άρχισε να τρέχει και πάλι. Πίστευε ακόμα ότι μπορεί να ολοκληρώσει τον αγώνα. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν πως οι διοργανωτές δεν είχαν αντιληφθεί ότι είχε χαθεί και δεν είχαν ξεκινήσει διαδικασίες διάσωσης. Έπρεπε ο ίδιος να σώσει τον εαυτό του…

«Άκουσα ένα ελικόπτερο, πετούσε πολύ χαμηλά. Έβλεπα ακόμα και το λευκό κράνος του πιλότου. Εκείνος όμως δεν με είδε. Όλοι είχαμε μαζί μας μια φωτοβολίδα για περίπτωση ανάγκης. Την έριξα και προσπάθησα να ακολουθήσω το ελικόπτερο. Έτρεχα και φώναζα αλλά δεν με άκουσε. Η σιωπή επέστρεψε».

Ο Προσπέρι άρχισε πλέον να ρίχνει ρυθμό και να περπατάει. «Ήταν πλέον η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι είχα χαθεί. Δεν ένιωσα φόβο αλλά μια βαθιά γαλήνη την οποία διέκοπταν στιγμές θυμού. Είχα μαζί μου μόνο ξηρά τροφή και καθόλου νερό».

Είχε μπει στον κόσμο του αθλητισμού από ηλικία επτά ετών. Το 1984 εκπροσώπησε την Ιταλία στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες στο μοντέρνο πένταθλο. Παράλληλα εργαζόταν ως αστυνομικός. Όσο σκληρά όμως κι αν είχε προετοιμαστεί, όσο δυνατό κι αν ήταν το σώμα του τίποτα δεν σε προετοιμάζει για μια περιπλάνηση στην έρημο χωρίς προμήθειες.

«Στην έρημο έμαθα ότι είναι σημαντικό να παρατηρείς τι γίνεται γύρω σου. Κάποια στιγμή τη δεύτερη μέρα είδα κάτι στον ορίζοντα. Πίστεψα ότι είναι σπίτι αλλά όταν πλησίασα διαπίστωσα ότι ήταν ένας τάφος. Ακόμα κι έτσι όμως είχα βρει σκιά. Άκουσα έναν περίεργο ήχο και πλησίασα. Ήταν νυχτερίδες που κρέμονταν από τους τοίχους του τάφου. Άρπαξα μερικές, τις σκότωσα και ρούφηξα το αίμα τους. Το έκανα με περίπου 20 νυχτερίδες. Με αυτό τον τρόπο και έπινα και έτρωγα. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο από το να φάω και να πιώ κάτι. Δεν ένιωθα αηδία. Θυμάμαι μόνο ότι μύριζαν λίγο».

Έθαψε τα σώματα των νυχτερίδων που σκότωσε σε μια ένδειξη σεβασμού για όσα του προσέφεραν. Επιστρέφοντας πολλά χρόνια μετά στο σημείο έσκαψε και βρήκε τους μικρούς σκελετούς.

Συνέχισε να περπατά μέσα στην έρημο όταν άκουσε ένα μικρό αεροπλάνο να πλησιάζει. Συγκέντρωσε κάποια εύφλεκτα υλικά από το σακίδιο του και τους έβαλε φωτιά με μια φωτοβολίδα. «Τα πλαστικά βγάζουν πολύ καπνό και σκέφτηκα ότι θα με δουν. Δυστυχώς όμως όταν άναψαν μια ακόμα αμμοθύελλα ξέσπασε. Ένιωσα απίστευτη οργή».

Επέστρεψε στον τάφο και περίμενε να περάσει η αμμοθύελλα. «Άρχισα να νιώθω τύψεις. Αν δεν έβρισκαν το πτώμα μου, η οικογένεια μου δεν θα έπαιρνε σύνταξη. Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να έχει συμμετάσχει. Αν μέσα σε λίγες μέρες δεν έβρισκαν το πτώμα μου θα χανόμουν. Στην έρημο τα πάντα εξαφανίζονται. Άρχισα να ζυγίζω την κατάσταση και σκέφτηκα πως το καλύτερο είναι να κόψω τις φλέβες μου. Σιγά σιγά θα έχανα τις αισθήσεις μου και θα πέθαινα. Μέσα στον τάφο θα έβρισκαν τον πτώμα μου και η οικογένεια μου θα έπαιρνε τη σύνταξη.

Είχα μαζί μου ένα μικρό μαχαίρι. Ήταν αναγκαίο να το κάνω, είχα πάρει την απόφαση μου. Είχα βάλει τη λογική μπροστά από το συναίσθημα. Το πρωί όμως ξύπνησα. Λόγω της ακραίας αφυδάτωσης το αίμα στο σημείο που είχα κόψει τους καρπούς μου είχε παγώσει άμεσα. Σκέφτηκα ότι δεν είναι η ώρα μου να πεθάνω, ότι δεν θα πεθάνω εδώ. Κατευθύνθηκα λοιπόν προς το σημείο που έβλεπα σύννεφα».

Γρήγορα έφτασε η στιγμή να πιει τα ούρα του. «Έκανα ό,τι χρειαζόταν για να επιβιώσω. Ήπια ούρα και έτρωγα ό,τι έβρισκα. Σκότωσα ποντίκια και φίδια και ήπια το αίμα τους. Έφαγα μυρμήγκια και μάσησα φύλλα». Αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ είναι η εκκωφαντική σιωπή. Όταν φυσούσε ένιωθε σαν κάποιος να του κάνει παρέα.

Οι μέρες περνούσαν και ο Προσπέρι συνέχιζε να κατευθύνεται προς τα σύννεφα. «Αυτό που έκανα ήταν να προσέχω πολύ το τοπίο. Είδα εκπληκτικές εικόνες. Αυτό που έμαθα σε αυτή την πορεία είναι πως δεν φοβάμαι τον θάνατο αλλά αυτό που με τρόμαζε ήταν ο πόνος. Αν δεν υποφέρεις, δεν φοβάσαι. Μπορεί να φανεί περίεργο αλλά δεν υπέφερα. Είχα αποδεχθεί την κατάσταση και έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω. Ζούσα με τον θάνατο, πηγαίναμε χέρι-χέρι κάθε μέρα. Έγινε φίλος μου. Ήταν κοντά μου, μαζί μου πάντα, κάθε μέρα. Προσπαθούσα να επιβιώσω και ο θάνατος μού κρατούσε συντροφιά. Μου έδινε τη δύναμη να μην παραδοθώ».

Ο Προσπέρι πιστεύει ότι τα κατάφερε γιατί «δεν υπήρχε για εμένα το αδύνατο. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ήταν το πιο νορμάλ πράγμα που βρισκόμουν εκεί. Με ενθάρρυνα να δω την κατάσταση θετικά, να σκεφτώ ότι ήταν η απόλυτη ευκαιρία να μάθω την έρημο».

Μια μέρα είδε στον ορίζοντα κίνηση. «Κάποια μικρά πράγματα κινούνταν. Σκέφτηκα ότι είναι καμήλες αλλά καθώς πλησίασα διαπίστωσα ότι ήταν κατσίκες. Τις φυλούσε ένα κορίτσι. Είχα φτάσει σε έναν καταυλισμό. Ένιωσα ότι ξαναγεννήθηκα. Είχα περάσει στην έρημο εννιάμιση μέρες. Ένιωθα ότι τόσο καιρό ήμουν μέσα στην κοιλιά της ερήμου, σαν μια εγκυμοσύνη, και πλέον γεννήθηκα. Οι βοσκοί μου έδωσαν γάλα και έκανα αμέσως εμετό. Μετά από τόσες μέρες αφυδάτωσης ήταν πολύ για εμένα».

Ο Προσπέρι μέσα στην πορεία του είχε μπει πλέον στα εδάφη της Αλγερίας. Δεν το γνώριζε αλλά είχε περάσει από μια συνοριακή περιοχή με νάρκες. Ζύγισε μόλις 43 κιλά. «Με παρέλαβε η στρατιωτική αστυνομία και με μετέφερε σε στρατιωτική βάση. Μου είχαν δέσει τα μάτια. Νόμιζαν ότι είμαι πράκτορες μέχρι που είδαν τα έγγραφα μου. Τελικά με μετέφεραν σε νοσοκομείο».

Επιστρέφοντας στην Ρώμη ο Προσπέρι ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο αν θα επιστρέψει ποτέ στον αγώνα. «Πάντα ολοκληρώνω τους αγώνες μου» του απάντησε και τήρησε τον λόγο του. Επέστρεψε στον Μαραθώνιο Des Sables το 1997. Τελικά θα ολοκλήρωνε τον απαιτητικό αγώνα συνολικά εννέα φορές. Η τελευταία του συμμετοχή ήταν το 2017.

Στα 67 του πλέον ο Προσπέρι τονίζει ότι το γεγονός ότι χάθηκε στην έρημο και επιβίωσε τον σημάδεψε για πάντα: «Λέω στον κόσμο: Αν θέλετε πράγματι να κατανοήσετε τη ζωή πρέπει να πάτε στην έρημο. Αν ζεις μια ζωή την οποία δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τότε νιώθεις μόνος σου. Αφού επιβίωσα ένιωσα τα πάντα να ενισχύονται. Η αγάπη μου για τη φύση, η αγάπη μου για τον αθλητισμό, η θέληση μου, η αγάπη μου για τη ζωή».