Ο άνθρωπος που ξέχασε τον εαυτό του


 


Μια άκρως μυστηριώδης ιστορία για έναν άντρα που χάθηκε, για να βρεθεί χρόνια μετά με άλλο όνομα και χωρίς να έχει καμία ανάμνηση της προηγούμενης ζωής του. Απάτη ή σπάνια περίπτωση αμνησίας;

Ένας άντρας στεκόταν μπροστά της σε ένα περίπτερο με είδη τοξοβολίας. Παρόλο που φορούσε ένα κάλυμμα στο μάτι του και είχε ένα λεπτό μουστάκι, η Σουζάν Πέικα ήταν σίγουρη ότι ο άνθρωπος που έβλεπε μπροστά της στην έκθεση αθλητισμού του Σικάγο στις 2 Φεβρουαρίου 1965 ήταν ο θείος της Λόρενς Μπάντερ. Μόνο που ο θείος της ήταν νεκρός εδώ και οχτώ χρόνια.

Ο Λόρενς Μπάντερ χάθηκε. Ο Λόρενς Μπάντερ είναι νεκρός

Το 1957, το Λιμενικό στην περιοχή Άκρον του Οχάιο ανακάλυψε μια βάρκα να έχει ξεβραστεί στις όχθες της Λίμνης Έριε. Μια μεγάλη καταιγίδα είχε προηγηθεί. Τη συγκεκριμένη βάρκα την είχε νοικιάσει ο 30χρονος κάτοικος του Άκρον, Λόρενς Μπάντερ, ο οποίος όμως δεν φαινόταν να βρίσκεται πουθενά. Οι αρχές διοργάνωσαν εκτεταμένες έρευνες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων και καταδύσεων στη λίμνη, ωστόσο δεν βρέθηκαν πουθενά ίχνη του Μπάντερ.

Ο Μπάντερ ήταν γνωστός λάτρης του ψαρέματος και εκείνη την ημέρα είχε βγει ξανά για ψάρεμα, ωστόσο η καταιγίδα φαίνεται ότι ανέτρεψε τα σχέδιά του. Αφού οι έρευνες δεν απέδωσαν καρπούς, ύστερα από δύο μήνες ο Μπάντερ κηρύχτηκε και επίσημα νεκρός. Πίσω του είχε αφήσει την έγκυο σύζυγό του, Μαίρη Λου, και τα τρία τους παιδιά.

«Είσαι ο θείος μου Λάρι;»

Οχτώ χρόνια μετά από αυτό που θεωρήθηκε ένα τραγικό  δυστύχημα, ένας άντρας από το Άκρον επισκέφτηκε την έκθεση αθλητισμού στο Σικάγο. Βλέποντας μπροστά του αυτόν τον άντρα που έμοιαζε τόσο πολύ στον αποθανόντα Μπάντερ κάλεσε αμέσως την ανιψιά του άντρα που ήξερε πως έμενε στο Σικάγο. Όταν η Σουζάν Πέικα τον αντίκρισε ήταν σίγουρη ότι αυτός ήταν ο θείος της.
Τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Είσαι ο θείος μου Λάρι;». Ο άντρας φάνηκε μπερδεμένος και γέλασε. Στη συνέχεια της απάντησε ότι δεν είναι ο θείος Λάρι. Το όνομά του ήταν Τζον Τζόνσον ή αλλιώς Φριτζ, όπως τον φώναζαν. Ζούσε την Ομάχα της Νεμπράσκα και ήταν αθλητικός δημοσιογράφος για έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Όπως της είπε όλα ήταν μάλλον μια παρεξήγηση.

Ωστόσο, η Πέικα δεν πείστηκε καθώς η ομοιότητα ήταν κάτι περισσότερο από απόλυτη. Κάλεσε αμέσως την οικογένειά της πίσω στο Άκρον. Τα δύο αδέρφια του Λάρι πήραν αμέσως ένα αεροπλάνο και έφτασαν στο Σικάγο. Και πάλι ο άντρας που συστηνόταν ως Φριτζ δεν τους αναγνώρισε και επέμενε ότι δεν είναι ο Λόρενς Τζόζεφ Μπάντερ, ο αδερφός τους που εξαφανίστηκε το 1957. Μάλιστα, για να τελειώνουν με αυτήν την παρεξήγηση , δέχθηκε να πάνε μαζί στο αστυνομικό τμήμα και να του πάρουν τα δακτυλικά αποτυπώματα. Ο Μπάντερ είχε υπηρετήσει στο Ναυτικό κι έτσι σίγουρα θα υπήρχαν στη βάση δεδομένων για να τα συγκρίνουν. Τα αποτυπώματα στάλθηκαν μέχρι το FBI και μια μέρα μετά η αστυνομία τους ενημέρωσε: Τα αποτυπώματα ταίριαζαν απόλυτα. Ο Φριτζ ήταν ο Λόρενς Μπάντερ.

Λόρενς Μπάντερ

Στις 2 Δεκεμβρίου 1926 ήρθε στον κόσμο ο Λόρενς Μπάντερ στο Άκρον του Οχάιο. Ο πατέρας του, Στίβεν, ήταν οδοντίατρος και ο Μπάντερ είχε σκοπό να συνεχίσει το επάγγελμα του. Από το 1944 ως το 1946 υπηρέτησε στο Ναυτικό και στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Άκρον. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν για εκείνον. Άντεξε στο πανεπιστήμιο για ένα εξάμηνο και τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε στην καφετέρια της σχολής παρά στα αμφιθέατρα, έτσι αποφάσισε να τα παρατήσει. Εκεί όμως γνώρισε την Μαίρη Λου Κναπ με την οποία παντρεύτηκε στις 19 Απριλίου 1952.

Ο Μπάντερ έπιασε δουλειά ως πωλητής οικιακών συσκευών, ωστόσο τα έσοδα δεν ήταν όσα χρειαζόταν για να συντηρήσει την οικογένειά του που πλέον είχε μεγαλώσει. Είχε ήδη τρία παιδιά και περίμενε ακόμα ένα. Για να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητά του, είχε σταματήσει εδώ και καιρό να πληρώνει φόρους και έτσι συσσωρεύτηκε ένα χρέος 20.000 δολαρίων στην εφορία.
Στις 15 Μαΐου, ο Μπάντερ είπε στην γυναίκα ότι πρέπει να ταξιδέψει ως το Κλίβελαντ για μια δουλειά και στη συνέχεια θα πήγαινε για ψάρεμα, μια πολύ αγαπημένη του συνήθεια, οπότε θα αργούσε να γυρίσει. Η Μαίρη Λου, η οποία ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί τους, του πρότεινε να γυρίσει σπίτι καλύτερα μετά τη δουλειά.

«Μπορεί και να γυρίσω, μπορεί και όχι», της απάντησε ο Μπάντερ και έφυγε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε τουλάχιστον ως Λόρενς Μπάντερ.

Τζον «Φριτζ» Τζόνσον

Τρεις ή τέσσερις μέρες μετά το τραγικό δυστύχημα του Λόρενς Μπάντερ, ένας άντρας εμφανίστηκε σε ένα μπαρ της πόλης Ομάχα στη Νεμπράσκα, 1.320 χιλιόμετρα μακριά από το Άκρον. Συστήθηκε ως Τζον Τζόνσον και  τους είπε ότι όλοι τον φώναζαν Φριτζ. Είχε μαζί του μια βαλίτσα και ένα δίπλωμα οδήγησης από το Ναυτικό.  Όπως είπε στον ιδιοκτήτη του Rosss Steak House, Μάικ Τσιόντο, μόλις είχε απολυθεί από το Ναυτικό ύστερα από 14 χρόνια γιατί είχε τραυματιστεί στην πλάτη. Έμενε σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον σταθμό των λεωφορείων και ζητούσε να εργαστεί στο μπαρ γιατί ήταν μια δουλειά που την ήξερε ήδη από το Ναυτικό.

Ο Τσιόντο τον προσέλαβε και σύντομα ο Φριτζ έγινε η ψυχή του μαγαζιού. Όταν τον ρωτούσαν για το περίεργο παρατσούκλι του έλεγε ότι του το έδωσαν στο ορφανοτροφείο στη Βοστώνη. Όπως έλεγε, βρήκαν 22 μωρά στο κατώφλι τους και έδωσαν σε όλα τo ίδιο επώνυμο αλλά διαφορετικό ψευδώνυμο. Έτσι, ο ίδιος ήταν ο Φριτζ, ένα όνομα από το κόμικ Katzenjammer Kids που ήταν διάσημο εκείνη την εποχή. Κάποιες άλλες φορές όμως έλεγε ότι τον ονόμασαν Φριτζ στο στρατό επειδή ήταν κοντοκουρεμένος και θύμιζε Γερμανό στρατιώτη. Μάλιστα, επέμενε να τον φωνάζουν όλοι Φριτζ, ενώ με αυτό το όνομα υπέγραφε παντού.

Σε κανένα ωστόσο δεν φαίνονταν περίεργες οι αντιφάσεις του ή η ξαφνική του εμφάνιση. Ο Φριτζ ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που έκανε τους πάντες να γελούν και ήταν πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Ήταν ορκισμένος εργένης και έβγαινε συχνά ραντεβού με όμορφες κοπέλες, στα οποία κάποιες φορές εμφανιζόταν με μια νεκροφόρα που την είχε γεμίσει με μαξιλάρια στο πίσω μέρος. Άκουγε κλασική μουσική και ήταν εξαιρετικός στην τοξοβολία έχοντας κερδίσει πολλά βραβεία σε τοπικούς αγώνες. Ζούσε μια ανέμελη ζωή, μια ζωή που δεν θα μπορούσε να έχει κάποιος πίσω στο συντηρητικό Άκρον.


Ύστερα από την βάρδιά του στο μπαρ, αργά το βράδυ, πήγαινε στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό KBON και έκανε εξάσκηση ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Τελικά το 1959 προσελήφθη από τον σταθμό και σύντομα έγινε τοπικός σταρ.

Το 1961 αποφάσισε να αφήσει την εργένικη ζωή και να παντρευτεί ένα πρώην μοντέλο, την 20χρονη Νάνσι Ζίμμερ. Η Νάνσι είχε ήδη έναν γιο από προηγούμενο γάμο, ενώ σύντομα χάρισε στον Φριτζ μια κόρη. Την ίδια στιγμή, ο Φριτζ ξεκίνησε εκπομπή και στο τοπικό τηλεοπτικό κανάλι, KETV, κι όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν υπέροχα στη ζωή του.
Με την σύζυγό του Νάνσι και τα παιδιά τους
Ακόμα και ένας κακοήθης όγκος που εμφανίστηκε το 1964 πίσω από το μάτι του αντιμετωπίστηκε έγκαιρα. Αν και οι γιατροί έπρεπε μαζί με τον όγκο να του αφαιρέσουν και το μάτι, ο Φριτζ δεν πτοήθηκε και απλώς πλέον κυκλοφορούσε με ένα κάλυμμα στο μάτι.

Λόρενς και Φριτζ, το ίδιο πρόσωπο

Η αποκάλυψη που έφερε η ταυτοποίηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων έπεσε σαν κεραυνός για όλους. Ο Λορενς/Φριτζ επέμενε ότι δεν είχε καμία ανάμνηση της ζωής του ως Λόρενς. Μάλιστα, υποστήριζε ότι είχε κανονικά αναμνήσεις για την ζωή του ως Φριτζ κάτι που τον άφησε απίστευτα μπερδεμένο.

«Είμαι ο Τζον «Φριτζ» Τζόνσον και δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά αυτό τον τύπο που τον λένε Μπάντερ μέχρι τώρα», ανέφερε στην εφημερίδα Akron Beacon. Αν και παραδεχόταν ότι οι δυο έμοιαζαν πολύ και είχαν και οι δυο αγάπη για την τοξοβολία, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να είναι το ίδιο άτομο.

«Θεέ μου, δεν καταλαβαίνεις; Ξαφνικά ανακάλυψα ότι 30 χρόνια από τη ζωή μου δεν συνέβησαν. Βλέπεις, έχω πραγματικά αναμνήσεις 30 ετών ζωής ως Φριτζ Τζόνσον. Τι θα πρέπει να κάνω με όλα αυτά τα χρόνια; Να τα πετάξω από το παράθυρο;» είχε πει σε έναν ρεπόρτερ της εφημερίδας από το Άκρον.

Η αποκάλυψη αυτή ωστόσο δεν είχε μόνο συναισθηματικό αντίκτυπο σε όσους εμπλέκονταν, αλλά έφερνε στο φως ηθικά και νομικά ζητήματα. Ξαφνικά, ο Φριτζ ήρθε αντιμέτωπος με το γεγονός ότι ήταν δίγαμος. Αφού δεν ήταν νεκρός, ο γάμος του με την Μαίρη Λου συνέχιζε να ισχύει κανονικά με αποτέλεσμα αυτός με την Νάνσι να είναι άκυρος.

Ακόμα, έπρεπε να αντιμετωπίσει την ασφαλιστική εταιρεία. Τα οχτώ χρόνια του «θανάτου» του, η Μαίρη Λου λάμβανε κάθε μήνα ένα επίδομα από την ασφάλεια ζωής του Μπάντερ και είχε πάρει συνολικά 40.000 δολάρια. Τώρα, αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να επιστραφούν. Ακόμα και ο άντρας από τον οποίο ο Μπάντερ είχε νοικιάσει την βάρκα εμφανίστηκε και ζητούσε αποζημίωση για τις βλάβες που είχε υποστεί η ιδιοκτησία του.

Ωστόσο, θα έπρεπε πρώτα να αποδειχτεί ότι Λόρενς Μπάντερ είχε επίτηδες εξαφανιστεί και μετατραπεί σε Φριτζ θέλοντας να ξεφύγει από κάτι και ότι στην ουσία τους κορόιδευε όλους.

Τα ύποπτα σημάδια

Ο Λόρενς Μπάντερ την ημέρα που αποχαιρέτισε για τελευταία φορά την γυναίκα του πήγε όντως ως το Κλίβελαντ. Επίσης, εξαργύρωσε μια επιταγή των 400 δολαρίων και πλήρωσε ορισμένα χρέη, μεταξύ των οποίων και τη δόση για την ασφάλεια ζωής του. Στη συνέχεια πήγε στην εταιρεία ενοικίασης σκαφών, Eddies Boat House, στον ποταμό Ρόκι που χύνεται στη λίμνη Έριε. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Λόρενς Κοτλέρ, προειδοποίησε τον Μπάντερ ότι αναμενόταν καταιγίδα, ωστόσο αυτός δεν φάνηκε να νοιάζεται. Πλήρωσε 15 δολάρια προκαταβολή και ζήτησε η βάρκα του να έχει και φώτα και κουπιά. Αν και ο Κοτλέρ του είπε ότι θα αργούσε ακόμα αρκετά να νυχτώσει, ο Μπάντερ επέμενε. Ο Κοτλέρ παρατήρησε ότι ο άντρας κρατούσε μια βαλίτσα.

Ο Μπάντερ πήρε την βάρκα και έπεσε στο νερό, όπου τον είδε το Λιμενικό. Οι άντρες του Λιμενικού, όπως και ο Κοτλέρ, τον συμβούλευσαν να μην βγει στο νερό καθώς σύντομα ερχόταν καταιγίδα και δεν θα ήταν ασφαλής. Και πάλι όμως, ο Μπάντερ δεν πτοήθηκε.

Το επόμενο πρωί, η βάρκα του βρέθηκε σε μια ακτή στην Perkins Beach του Λέικγουντ, περίπου οχτώ χιλιόμετρα από την εταιρεία ενοικίασης σκαφών. Μια προπέλα της μηχανής είχε λυγίσει και το χρώμα της βάρκας είχε γδαρθεί σε πολλά σημεία, αλλά δεν φαινόταν να έχει αναποδογυρίσει ή να έχει κάποια άλλη σοβαρή ζημιά. Ένα κουπί έλειπε και το ντεπόζιτο της βενζίνης ήταν άδειο. Ο Μπάντερ και η βαλίτσα του δεν ήταν πουθενά.

Οι έρευνες των αρχών δεν απέδωσαν. Όπως είπαν ήταν απίθανο να έχει επιβιώσει μετά από τόσες ώρες στο νερό και χωρίς σωσίβιο. Αφού πέρασαν δύο μήνες από την εξαφάνισή του, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κηρύξουν τον Μπάντερ και επίσημα νεκρό.

Ψάχνοντας αποδείξεις

Οχτώ χρόνια μετά ο Λόρενς Μπάντερ ήταν ολοζώντανος μπροστά τους και παρόλο που είχε πάρει ένα διαφορετικό όνομα απέναντι στο νόμο ήταν ακόμα υπόλογος ως Λόρενς Μπάντερ. Αρκεί να αποδείκνυαν ότι  εν γνώσει του τους κορόιδευε όλους για να γλιτώσει από τα χρέη του, παρόλο που ο ίδιος επέμενε ότι δεν ξέρει κανέναν Λόρενς Μπάντερ.

Ο Φριτζ προσέλαβε ένα δικηγόρο, τον Χάρι Φάρναμ, ο οποίος πρότεινε στον πελάτη του να υποβληθεί σε μια σειρά ψυχολογικά τεστ στο νοσοκομείο, ώστε να αποφανθούν οι γιατροί για το τι ισχύει. Ύστερα από δέκα μέρες αξιολογήσεων κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε ακόμα και σε ύπνωση οι γιατροί κατέληξαν: ο Φριτζ δεν τους κορόιδευε. Πραγματικά πίστευε ότι ήταν ο Φριτζ και δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Μπάντερ. Αυτό ήταν και το μόνο καλό νέο για τον Φριτζ καθώς σήμαινε ότι δεν θα  μπορούσε να διωχθεί για απάτη. Οι γιατροί τον παρότρυναν να μην αναζητήσει περαιτέρω τις παλιές του αναμνήσεις καθώς αυτό θα μπορούσε να τον βλάψει ακόμα περισσότερο ψυχολογικά.
Η ζωή του Φριτζ μετά από αυτές τις αποκαλύψεις κατέρρευσε. Το κανάλι KETV στο οποίο δούλευε τον απέλυσε και η δεύτερη σύζυγός του, η Νάνσι, τον εγκατέλειψε. Ο Φριτζ αναγκάστηκε να αρχίσει να δουλεύει ξανά ως μπάρμαν κερδίζοντας 100 δολάρια την εβδομάδα. Από αυτά έπρεπε να δίνει τα 50 δολάρια ως διατροφή στην Μαίρη Λου για τα τέσσερα παιδιά τους και τα 20 δολάρια στην Νάνσι. Έτσι, έμενε με 30 δολάρια την εβδομάδα, ένα πολύ χαμηλό ποσό, και αναγκάστηκε να ζει στην Χριστιανική Αδελφότητα Νέων της Ομάχα.
Η επιστροφή στο Άκρον δεν ήταν γι’ αυτόν επιλογή. «Σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι εκεί συνεχώς θα θέλουν να με τεστάρουν. Θα μου κάνουν ερωτήσεις για να δουν τι μπορεί να θυμάμαι. Και μετά, δεν ξέρω, θα είμαι σαν κάποιου είδους «φρικιό» εκεί πίσω».

Ακόμα και η συνάντησή του με την πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά του δεν του προκάλεσε καμία αφύπνιση. Η Μαίρη Λου πήγε με τα τέσσερα παιδιά τους στο Σικάγο και τον συνάντησαν τον Αύγουστο του 1965. Η συνάντηση ήταν ευχάριστη, αλλά ο Φριτζ επέμενε ότι δεν έχει καμία ανάμνηση να παντρεύεται αυτή την γυναίκα ή να κάνει παιδιά μαζί της. Έτσι, και η Μαίρη Λου δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον σκέφτεται ως ξένο και να ελπίζει ότι κάποια μέρα θα επανέλθει.
Δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε δεν υπήρχε χρόνος για κάτι τέτοιο. Ο καρκίνος από τον οποίο είχε γλιτώσει την πρώτη φορά επανήλθε αυτή τη φορά χτυπώντας τον Φριτζ στο συκώτι. Οι γιατροί πια δεν ήταν αισιόδοξοι. Ο άνθρωπος που έζησε και ως Λόρενς Μπάντερ και ως Τζον «Φριτζ» Τζόνσον πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1966 αφήνοντας πίσω του μόνο αναπάντητες ερωτήσεις. Ήταν μόλις 39 ετών.

Η ιατρική (μη) εξήγηση

Οι γιατροί από την πρώτη στιγμή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι συνέβαινε στο μυαλό του Λόρενς/Φριτζ. Ομόφωνα είχαν δεχθεί ότι ο άντρας αυτός με την διπλή ζωή δεν τους κορόιδευε και πράγματι δεν θυμόταν κάτι από τα προηγούμενα χρόνια του, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς συνέβαινε αυτό.

Οι γιατροί πιθανολογούν ότι μπορεί να έπαιξε ρόλο κάποιος τραυματισμός κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ή κάποια ασθένεια νευρολογικής φύσης που έπληξαν την μνήμη του. Δεδομένου της κατάστασής του όταν χάθηκε – τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί, η πληρωμή της ασφάλειας ζωής την προηγούμενη μέρα- πιθανόν ο Μπάντερ ίσως ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά, αλλά στην πορεία ίσως έχασε όντως την μνήμη του. Ο δικηγόρος του υποστήριξε ότι η αφαίρεση του όγκου από το μάτι του ίσως επηρέασε ορισμένα εγκεφαλικά νεύρα με αποτέλεσμα την απώλεια μνήμης. Ακόμα και αν κάποτε ο Φριτζ ήξερε τον Μπάντερ, πλέον δεν υπήρχε ελπίδα να δοθούν απαντήσεις.

Ακόμα ένα στοιχείο που προβλημάτισε τους γιατρούς είναι το γεγονός ότι ο Φριτζ είχε ολοκληρωμένες αναμνήσεις 30 ετών από μια ζωή που δεν είχε ζήσει. Αν έλεγε όντως την αλήθεια ίσως επρόκειτο για μια σπάνια περίπτωση διασχιστικής ή ψυχογενούς αμνησίας, στην οποία το άτομο εξαιτίας κάποιου τραύματος ή άγχους ξεχνά ποιος είναι και υιοθετεί την ταυτότητα ενός άλλου έχοντας κανονικά αναμνήσεις μιας ανύπαρκτης ζωής. Ωστόσο, σε όλες τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις η μνήμη επανέρχεται σταδιακά μετά την πάροδο λίγων μόνο εβδομάδων ή μηνών και ποτέ δεν κρατούν τόσο πολύ – σίγουρα όχι οχτώ ολόκληρα χρόνια – όπως στην περίπτωση του Φριτζ.

Σε μια παρόμοια περίπτωση από το 2008, η 32χρονη Ναόμι Τζέικομπς ξύπνησε μια μέρα και πίστευε ότι ήταν ένα κορίτσι 15 ετών. Δεν αναγνώριζε το σπίτι της και το γιο της, ενώ ακόμη και η φωνή της της φαινόταν διαφορετική, πιο βαριά απ' όσο την είχε συνηθίσει. Η τεχνολογία του 2008 μέσα στο σπίτι τής φαίνονταν σαν να είχαν βγει από ταινία φαντασίας. Τελικά επανήλθε ύστερα από έξι εβδομάδες.

Ωστόσο, μέχρι και σε αυτές τις περιπτώσεις κάποια στοιχεία από την προηγούμενη ζωή παραμένουν. Η Ναόμι θυμόταν ακόμα να οδηγά παρόλο που νόμιζε ότι ήταν 15 ετών. Έτσι και ο Φριτζ συνέχιζε να είναι εξαιρετικός στην τοξοβολία και αγαπούσε το ψάρεμα. Ακόμα και το όνομα «Φριτζ» φαίνεται ότι δεν ήταν τυχαίο, ούτε εξαιτίας του κουρέματός του. Πίσω στο Άκρον, το αφεντικό του στην δουλειά του ως πωλητής οικιακών συσκευών ονομαζόταν Φριτζ Ζεπτ.

Ακόμα και ο θάνατος του Λορενς /Φριτζ επηρεάστηκε από την διπλή του ζωή. Στην Ομάχα τον αποχαιρέτησαν ως Τζον «Φριτζ» Τζόνσον» σε μια εξόδιο ακολουθία στην εκκλησία των Μεθοδιστών. Στη συνέχεια, η σορός του μεταφέρθηκε στο Άκρον και θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο ως καθολικός Λόρενς Τζόζεφ Μπάντερ.

Όταν ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον Λορενς/Φριτζ πώς πιστεύει ότι θα τελειώσει αυτή η ιστορία, αυτός είχε απαντήσει ότι δεν βλέπει να υπάρχει ένα «ευτυχισμένο τέλος» γι’ αυτόν. Σ’ αυτό τελικά, φαίνεται ότι είχε δίκιο…