Έγκλημα χωρίς τιμωρία



Oι οικογένειες των 58 θυμάτων της σφαγής στο Μαγκιντανάο στις Φιλιππίνες περιμένουν ακόμα την καταδίκη των ενόχων. Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα και ετυμηγορία δεν υπάρχει


Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 η οικογένεια Αμπατουάν ήλεγχε την επαρχία Μαγκιντανάο στις Φιλιππίνες. Ποτέ κανείς δεν τους είχε αμφισβητήσει και δεν επηρεάστηκαν ούτε καν από τις σαρωτικές αλλαγές που επέφερε η επανάσταση της Κορασόν Ακίνο το 1986. Η κεντρική εξουσία περνούσε από τον πατέρα στον γιο και οι κοντινοί συγγενείς ήλεγχαν τους μικρότερους δήμους.
Το μεγάλο προσόν της οικογένειας Αμπατουάν ήταν η προσαρμοστικότητα. Τα είχαν καλά με κάθε κυβέρνηση και η δύναμη τους απογειώθηκε όταν το 2001 ανέλαβε την προεδρία η Γκλόρια Αρόγιο.
Οι Αμπατουάν βέβαια φρόντισαν για τη νέα πρόεδρο. Στις εκλογές του 2004 η Αρόγιο πήρε στην επαρχία το 69% των ψήφων και το κόμμα της κέρδισε και τις 12 έδρες στη γερουσία.  

Ο πατριάρχης της οικογένειας, Αντάλ Αμπατουάν ερωτούμενος για το γεγονός ότι όλοι οι συγγενείς του κατέχουν διοικητικές θέσεις τόνιζε: "Ο κόσμος μας αγαπάει και μας στηρίζει. Με αγαπούν τόσο πολύ οι πολίτες που μου ζητούν να έχουν τους γιους μου ως αντιπροσώπους".

Η αμφισβήτηση

Οι Αμπατουάν δεν είχαν μάθει να αμφισβητούνται αλλά αυτό άλλαξε λίγο πριν τις εθνικές εκλογές του 2010. Οι πρώην συνεργάτες τους, η οικογένεια Μανγκουνταντάτου άρχισε να μιλάει δημόσια για την ανάγκη αλλαγής στην εξουσία.

Ήταν ξεκάθαρο ότι οι Αμπατουάν θα αντιδρούσαν και η πρόεδρος Αρόγιο προσπάθησε να παρέμβει πριν η κατάσταση ξεφύγει. Έστειλε εκπρόσωπό της και οργάνωσε τρεις συναντήσεις ανάμεσα στις οικογένειες. Μετά την τελευταία, η εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι οι Μανγκουνταντάτου δεν θα διεκδικούσαν τη θέση του κυβερνήτη. Τα πράγματα δεν ήταν όμως έτσι και τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά.

Ο Εσμαέλ Μανγκουνταντάτου, αντιδήμαρχος της πρωτεύουσας του Μαγκιντάο, ανακοίνωσε ότι τελικά θα θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του κυβερνήτη και θα διεκδικήσει τη θέση που κατείχε ο Αντάλ Αμπατοάν. Κάλεσε 37 δημοσιογράφους να καλύψουν την επίσκεψη του στην Επιτροπή Εκλογών, όπου θα κατέθετε επίσημα την υποψηφιότητα του. Τόνισε ότι έχει δεχθεί απειλές από τους αντιπάλους τους "ότι θα τον κόψουν κομμάτια" και πίστευε ότι η παρουσία των δημοσιογράφων θα αποτελέσει ένα είδος ασπίδας προστασίας. Έκανε λάθος. 

Η σφαγή

To απόγευμα της 23ης Νοεμβρίου 2009 ένα κομβόι επτά οχημάτων ξεκίνησε από την πόλη του Μπουλουάν για να πάει στη Σαρίφ Αγκουάκ όπου ο Μανγκουνταντάτου θα κατέθεσε την υποψηφιότητα του. Με το κομβόι ταξίδευαν 37 δημοσιογράφοι και 26 συγγενείς ή υπάλληλοι του Μανγκουνταντάτου. Ο υποψήφιος δεν ακολούθησε το κομβόι καθώς θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνο να πάει στη Σαρίφ Αγκουάκ.  

Στην πορεία ένα από τα οχήματα, στο οποίο επέβαιναν πέντε δημοσιογράφοι, έμεινε πίσω και παρακολουθώντας από μακριά αυτό που συνέβη, έστριψε και επέστρεψε στο Μπουλουάν.

Περίπου δέκα χιλιόμετρα πριν την πόλη του Σαρίφ Αγκουάκ το κομβόι σταμάτησε σε ένα μπλόκο που είχαν σχηματίσει 100 οπλισμένοι άντρες. Κατέβασαν όλο τον κόσμο κάτω και ξεκίνησε άμεσα η σφαγή. Βίασαν γυναίκες και βασάνισαν συγγενείς του υποψηφίου. Τελικά τους εκτέλεσαν όλους. Οι γυναίκες είχαν πυροβοληθεί στα γεννητικά τους όργανα με τους εκτελεστές να θέλουν να στείλουν κάποιο άρρωστο μήνυμα.

Η σύζυγος του Μανγκουνταντάτου πρόλαβε και έστειλε ένα μήνυμα στον άντρα της. Του έγραψε ότι τους σταμάτησαν οπλισμένοι άντρες και ο γιος του Αντάλ Αμπατουάν, Αντάλ τζούνιορ, ήταν εκεί και τη χαστούκισε. Εκτελέστηκε όπως ακόμα πέντε συγγενείς του υποψηφίου.


Δύο μέρες πριν το μακελειό οι εκτελεστές είχαν ανοίξει με εκσκαφέα έναν τεράστιο ομαδικό τάφο. Μετέφεραν εκεί οχήματα και πτώματα και τα έθαψαν πρόχειρα. Η σφαγή έγινε άμεσα αντιληπτή λόγω των μαρτύρων που πρόλαβαν και έφυγαν αλλά και του μηνύματος της συζύγου του Μανγκουνταντάτου. Το ίδιο βράδυ βρέθηκε ο ομαδικός τάφος αλλά και ο εκσκαφέας που είχαν χρησιμοποιήσει για να τον ανοίξουν. Το μηχάνημα ανήκε στην τοπική κυβέρνηση την οποία ήλεγχε η οικογένεια Αμπουτάν.

Την επόμενη μέρα η πρόεδρος Αρόγιο κήρυξε την περιοχή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Συνελήφθησαν πολλά μέλη της οικογένειας Αμπουτάν, μεταξύ τον οποίων ο Αντάλ τζούνιορ. Σε αποθήκη που του ανήκε βρέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πυρομαχικά και δύο στρατιωτικά οχήματα. Ακολούθησαν δεκάδες συλλήψεις και υπήρχε ικανοποίηση για την άμεση κινητοποίηση των αρχών. Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη.

"Ίσως χρειαστούν 100 χρόνια"

Οι νομικές διαδικασίες προχωρούσαν με χαρακτηριστική καθυστέρηση. Τον Απρίλιο του 2010 η εισαγγελία ανακοίνωσε ότι αποσύρει τις κατηγορίες για δύο από τα αδέλφια Αμπουτάν δεχόμενη το άλλοθι που παρουσίασαν. Ήταν πλέον φανερό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ξέσπασαν διαμαρτυρίες.

Από επίσημα πλέον χείλη ακουγόταν ότι η δίκη "ίσως χρειαστεί 100 χρόνια για να τελειώσει".
Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να κατηγορηθούν επίσημα ο Αντάλ Αμπουτάν και ο γιος του Αντάλ τζούνιορ ενώ φούντωνε η φημολογία για δωροδοκίες με στόχο της καθυστέρηση της διαδικασίας.
Τελικά στις 17 Ιουνίου 2015 ο Αντάλ Αμπουτάν πέθανε στη φυλακή από καρκίνο και έτσι δεν δικάστηκε ποτέ για τη σφαγή. Πλέον τα φώτα στράφηκαν στον γιο του.

Υπήρξαν δεκάδες καταγγελίες για απειλές σε δικηγόρους και αστυνομικούς ενώ πολλοί ήταν οι δικαστικοί λειτουργοί που παραιτήθηκαν από την υπόθεση. Οι Αμπουτάν χρησιμοποίησαν κάθε δυνατό τρόπο να αποφύγουν την καταδίκη. Προσπάθησαν ακόμα και να δωροδοκήσουν τις οικογένειες των θυμάτων.

Το καλοκαίρι του 2018 ο γενικός εισαγγελέας των Φιλιππινών δεσμεύτηκε ότι θα υπάρξει απόφαση μέσα στο έτος. Επανέλαβε τη δέσμευση του στις αρχές του 2019 και τον περασμένο Αύγουστο τόνισε ότι η υπόθεση θα κλείσει πριν περάσουν δέκα χρόνια από τη ημέρα της σφαγής. Τελικά διαψεύσθηκε για πολλοστή φορά καθώς σήμερα συμπληρώνεται δεκαετία.


"Έχουν περάσει δέκα χρόνια και εγώ νιώθω ότι ήταν χθες. Θυμάμαι ακόμα το τηλεφώνημα. Μου είπαν: Βρέθηκε το κομβόι, είναι όλοι νεκροί. Τα γόνατα μου λύθηκαν. Είναι ντροπή που μετά από τόσο καιρό δεν έχει υπάρξει απόφαση και δικαίωση για τα θύματα. Κάποια μέλη της συμμορίας των Αμπουτάν βρίσκονται σε φυλακή αλλά συνεχίζουν να ελέγχουν την περιοχή" τονίζει δημοσιογράφος που ήταν στο όχημα που έμεινε πίσω και γλίτωσε την εκτέλεση.