Γιατί οι άνθρωποι χρωστούν τη ζωή τους στον αστεροειδή που χτύπησε τη Γη

Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν, αλλά τα μικρά θηλαστικά κατάφεραν να επιζήσουν και να εξελιχθούν ώστε να δημιουργηθεί ο άνθρωπος

Μέσα από το πυκνό σκοτάδι, την στάχτη και την θανατηφόρα ζέστη, ένα μικροσκοπικό, τριχωτό ζωάκι περνάει γρήγορα μέσα από την κόλαση που έχει αφήσει πίσω της η χειρότερη μέρα που έζησαν οι ζωντανοί οργανισμοί στην ιστορία του πλανήτη Γη. Ψάχνει ανάμεσα στα χαλάσματα, πιάνει στα γρήγορα ένα έντομο για να φάει και επιστρέφει στο καταφύγιό του. Τριγύρω του είναι τα νεκρά σώματα των δεινοσαύρων, των τεράστιων αυτών ζώων που κυριαρχούσαν στη Γη για εκατομμύρια χρόνια και σκορπούσαν τον τρόμο σε όλους τους υπόλοιπους.

Βρισκόμαστε στις πρώτες εβδομάδες και μήνες αφού ο αστεροειδής Τσιξουλούμπ μήκους 10 χιλιομέτρων έχει χτυπήσει τη γη στις ακτές του σημερινού Μεξικό με την δύναμη ενός δισεκατομμυρίου πυρηνικών βομβών θέτοντας οριστικά τέλος στην λεγόμενη Κρητιδική περίοδο. Καθώς η περίοδος της Παλαιόκαινου ξεκινούσε στα δάση έκαιγε μια ασταμάτητη πυρκαγιά, τεράστια τσουνάμι χτυπούσαν στις ακτές και αναρίθμητες ποσότητες εξαϋλωμένων βράχων, στάχτης και σκόνης αναδύονταν προς την ατμόσφαιρα για να φέρουν τον πιο καταστρεπτικό «πυρηνικό χειμώνα» που γνώρισε ο πλανήτης.

Ωστόσο, ο κόσμος αυτός δεν έμεινε τελείως χωρίς ζωή. Ανάμεσα στους επιζώντες ήταν ένα από τα παλιότερα γνωστά πρωτεύοντα θηλαστικά, ο Purgatorius, ο οποίος έμοιαζε με κάτι μεταξύ μυγαλής και μικροσκοπικού σκίουρου. Σίγουρα, ο αριθμός τους μειώθηκε, ωστόσο το ζώο επέζησε αυτής της τεράστιας καταστροφής και μαζί μ’ αυτό και ελάχιστα ακόμα θηλαστικά.

Το τέλος των δεινοσαύρων, η αρχή των θηλαστικών

Κάπως έτσι ήταν η ζωή των πρώτων θηλαστικών λίγο μετά την πρόσκρουση του αστεροειδή που εξαφάνισε περίπου τα τρία τέταρτα της ζωής στον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένου και όλων των δεινοσαύρων. Μόνο το λεγόμενο «Μεγάλο Θανατικό», πριν από 250 εκατ. χρόνια, ήταν χειρότερο καθώς τότε πιστεύεται ότι εξοντώθηκε πάνω από το 90-95% της ζωής στους ωκεανούς και πάνω από το 70% στη στεριά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην κυριαρχία των δεινοσαύρων στον πλανήτη για περίπου 190 εκατ. έτη μέχρι που ο αστεροειδής… έπεσε πάνω στη Γη.

Ήδη από την εποχή των δεινοσαύρων, τα θηλαστικά ζώα είχαν κάνει την εμφάνιση τους στη Γη, ωστόσο εξαιτίας των τεράστιων θηρευτών που κυριαρχούσαν στον πλανήτη ήταν μικρά σε μέγεθος, ζούσαν σε κρυψώνες στη διάρκεια της μέρας και κυκλοφορούσαν όταν έπεφτε το σκοτάδι θυμίζοντας περισσότερο τα σημερινά τρωκτικά.

Τα θηλαστικά δεν έμειναν αλώβητα από το χτύπημα του αστεροειδή καθώς υπολογίζεται ότι το 90% των θηλαστικών ειδών εξαφανίστηκε εξαιτίας είτε του χτυπήματος είτε των επιπτώσεών του. Όμως τα λίγα θηλαστικά ζώα που κατάφεραν να επιβιώσουν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σε κάθε  γωνιά του πλανήτη με τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας φυσικά την εμφάνιση του ανθρώπου.

Πώς κατέληξε αυτή η ποικιλόμορφη ομάδα φαινομενικά αδύναμων πλασμάτων να επιβιώσει από την… Αποκάλυψη;

Στην ερώτηση αυτή προσπαθεί να απαντήσει ο Στιβ Μπρουσάτε, ο συγγραφέας του βιβλίου The Rise and Reign of the Mammals, μαζί με τους συναδέρφους του από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Πρόκειται για ένα θέμα που δεν έχει εξεταστεί ιδιαίτερα από την επιστημονική κοινότητα καθώς αυτή επικεντρώνεται εδώ και περίπου 30 χρόνια στο πώς εξαφανίστηκε η ζωή από τον πλανήτη όταν έπεσε ο αστεροειδής και όχι στο πώς κατάφεραν κάποια είδη να επιβιώσουν.

Πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο Μπρουσάτε ξεκαθαρίζει ότι την ημέρα που χτύπησε ο αστεροειδής τη Γη ήταν μια πολύ κακή μέρα για να είναι ο οποιοσδήποτε ζωντανός, συμπεριλαμβανομένου των θηλαστικών, των πτηνών (δεινόσαυροι-πουλιά) και των ερπετών. «Δεν μιλάμε για έναν οποιοδήποτε αστεροειδή, αλλά για τον μεγαλύτερο αστεροειδή που έχει χτυπήσει τη Γη εδώ και μισό δισεκατομμύριο χρόνια τουλάχιστον», αναφέρει ο Μπρουσάτε. «Τα θηλαστικά είχαν σχεδόν την ίδια μοίρα με τους δεινόσαυρους».

Ωστόσο, ήδη από τα τέλη της Κρητιδικής περιόδου υπήρχε μια εντυπωσιακά μεγάλη ποικιλομορφία θηλαστικών, αναφέρει η Σάρα Σέλεϊ, μια μεταδιδακτορική ερευνήτρια στην παλαιοντολογία θηλαστικών του Εδιμβούργου που συμμετέχει στη μελέτη. «Πολλά από αυτά τρέφονταν με έντονα και ήταν μικρά ζωάκια που ζούσαν πάνω στα δέντρα ή μέσα σε λαγούμια», αναφέρει.

Όμως, δεν έτρωγαν όλα τα θηλαστικά έντομα. Υπήρχαν τα μυστηριώδη Multituberculata, τα οποία ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας των περίεργων εξογκωμάτων που υπήρχαν πάνω στα δόντια τους. «Είχαν όλα αυτά τα περίεργα δόντια με πολλά εξογκώματα πάνω τους, ενώ το μπροστινό δόντι τους έκοβε σαν λεπίδα. Έτρωγαν φρούτα και καρπούς». Υπήρχαν και τα σαρκοβόρα, όπως το Didelphodon, το οποίο έφτανε τα πέντε κιλά και είχε το μέγεθος γάτας.

Η ποικιλομορφία αυτή χάθηκε όταν ο αστεροειδής χτύπησε τη γη και υπολογίζεται ότι τα 9 από τα 10 είδη θηλαστικών εξαφανίστηκαν. Αυτό δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία για όσους επέζησαν.

«Φανταστείτε ότι είστε ένας από τους μικρούς προγόνους μας, με μέγεθος παρόμοιο με αυτό ενός τρωκτικού, που κρυβόσασταν στις σκιές και το σκοτάδι και επιζήσατε σε αυτή την ιστορική στιγμή στον πλανήτη. Βγαίνετε έξω και ξαφνικά από την μια στιγμή στην άλλη οι δεινόσαυροι δεν υπάρχουν πουθενά και όλος ο πλανήτης είναι πλέον ελεύθερος για εσάς» αναφέρει ο Μπρουσάτε.

Αυτή η μαζική εξαφάνιση της ζωής δημιούργησε τις τέλειες προϋποθέσεις για να υπάρξει μια εξαιρετικά μεγάλη σε αριθμό αλλά και ποικιλομορφία εμφάνιση θηλαστικών, από τις γαλάζιες φάλαινες στη θάλασσα μέχρι και τα αιλουροειδή ακόμα και τον άνθρωπο στη στεριά.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα ακόμα… μικρό εμπόδιο. Τα δάση σχεδόν σε όλο τον κόσμο είχαν καταστραφεί από τις πυρκαγιές που ακολούθησαν και ο ουρανός ήταν γεμάτος στάχτη κόβοντας το φως του ήλιου και εμποδίζοντας τα φυτά να φωτοσυνθέσουν. Τα οικοσυστήματα άρχισαν να καταρρέουν. Η επιφάνεια της γης αρχικά ανέπτυξε θερμοκρασίες υψηλότερες από αυτές ενός φούρνου, ενώ στη συνέχεια εξαιτίας του πυρηνικού χειμώνα που ακολούθησε το θερμόμετρο έπεσε περισσότερο από 20 βαθμούς από το φυσιολογικό για δεκαετίες. Οι επικίνδυνοι θηρευτές των θηλαστικών είχαν εξαφανιστεί, αλλά πλέον ο ίδιος ο κόσμος ήταν επικίνδυνος.

Οπότε τι έκαναν τα θηλαστικά; Απλώς… προσαρμόστηκαν.

Μείνε μικρός

Το μικρό μέγεθος των θηλαστικών που πριν ήταν απαραίτητο για να κρύβονται και να ξεφεύγουν από τους τεράστιους δεινόσαυρους έγινε για ακόμα μια φορά το χαρακτηριστικό που θα τους βοηθούσε να επιβιώσουν και από τις επιπτώσεις του αστεροειδή.

«Τα θηλαστικά αυτά θα πρέπει να έμοιαζαν και να δρούσαν όπως δρα σήμερα ένα ποντίκι ή ένας αρουραίος», λέει ο Μπρουσάτε. «Κανονικά θα περνούσαν τελείως απαρατήρητα, αλλά σε αυτόν τον νέο γενναίο κόσμο, επωφελήθηκαν καθώς ήταν ήδη συνηθισμένα σε αυτές τις εφιαλτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την σύγκρουση».

«Το μικρό μέγεθος των θηλαστικών που επιβίωσαν τα βοήθησε στο να αναπληρώσουν γρήγορα τους πληθυσμούς τους. Σήμερα, όσο πιο μεγάλο είναι το μέγεθος ενός ζώου τόσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος κύησης», αναφέρει η Ορνέλα Μπερτράντ μέλος της ερευνητικής ομάδας. Για παράδειγμα, ο αφρικανικός ελέφαντας κυοφορεί για 22 μήνες, ενώ ένας ποντικός κυοφορεί για 20 μέρες. Σε μια συνθήκη… αποκάλυψης τα ποντίκια θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσουν τον πληθυσμό τους.

Εκτός από αυτό, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος ενός είδους τόσο περισσότερο καθυστερεί η σεξουαλική ωρίμανση και η δυνατότητα αναπαραγωγής. Αυτός άλλωστε ήταν ένας ακόμα λόγος που οι δεινόσαυροι δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν, ειδικά οι πιο μεγάλοι. «Οι δεινόσαυροι χρειάζονταν αρκετό χρόνο για να ενηλικιωθούν. Οι δεινόσαυροι στο μέγεθος του Τυραννόσαυρου χρειάζονταν περίπου 20 χρόνια για την ενηλικίωση. Δεν είναι ότι αναπτύσσονταν αργά, αλλά χρειάζονταν πολύ χρόνο για να γίνουν από τα μικρά ζωάκια που έβγαιναν από το αβγό τους στα τεράστια όντα που τελικά μετατρέπονταν» λέει ο Στιβ Μπρουσάτε.

Μείνε υπόγεια

Ένας ακόμη παράγοντας που όπως φαίνεται βοήθησε στην επιβίωση των θηλαστικών ήταν η «πολύ περίεργη» μορφολογία των σωμάτων τους, όπως παρατηρείται από τα ευρήματα της Παλαιόκαινου και μετά. Η Σέλεϊ έχει αναλύσει τα ανθεκτικά οστά από τα πόδια των ζώων που έχουν βρεθεί για να δει πόσο έμοιαζαν τα ανατομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των ζώων που επιβίωσαν με αυτά που υπάρχουν σήμερα.

«Τα θηλαστικά εκείνης της εποχής ήταν πολύ παράξενα. Είχαν διαφορετική μορφολογία από τα σημερινά. Αυτό που τα χαρακτηρίζει όλα είναι ότι είχαν πολύ συμπαγές και ρωμαλέο σώμα. Αυτά τα θηλαστικά είχαν ισχυρό σκελετικό και μυϊκό σύστημα που έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με σημερινά είδη που μπορούν να κινούνται και να ζουν στο υπέδαφος. Οπότε η υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι τα ζώα που επιβίωσαν το έκαναν επειδή μπορούσαν να σκάβουν αρκετά βαθιά και να δημιουργούν ασφαλή καταφύγια από τις επικίνδυνες συνθήκες στην επιφάνεια» υποστηρίζει η Σάρα Σέλεϊ, μέλος της ερευνητικής ομάδας τονίζοντας ότι όλα τα θηλαστικά που έχουμε εντοπίσει από όλη την περίοδο της Παλαιόκαινου και είναι ουσιαστικά απόγονοι των πρώτων επιζώντων είναι ιδιαίτερα μυώδη. Αυτό σημαίνει παράλληλα ότι οι επιζώντες θα άρχιζαν να γίνονται όλο και λιγότερο ευκίνητοι.

Η Μπέρτραντ ετοιμάζεται να ξεκινήσει μελέτες στα οστά των εσωτερικών ωτών διαφόρων θηλαστικών ειδών εκείνης της περιόδου για να επιβεβαιώσει το σενάριο της υπόγειας διαβίωσης. Τα εσωτερικά αυτιά μας δίνουν την ισορροπία οπότε αν ένα ζώο έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να κάνει ακριβείς, ευκίνητες κινήσεις θα έχει αποτυπωθεί στα οστά του. Έτσι, μέσα από αυτή τη μελέτη θα μπορέσουν να διαπιστώσουν αν επιβίωσαν μόνο είδη που είχαν ήδη την ικανότητα να σκάβουν το έδαφος ή αν απέκτησαν αυτή την ικανότητα και θηλαστικά είδη που για παράδειγμα, ζούσαν πάνω στα δέντρα και προηγουμένως ήταν ευκίνητα.

Φάε τα πάντα

Ο αστεροειδής κατέστρεψε σχεδόν όλα τα φυτά και τα ζώα οπότε στέρησε την τροφή στους επιζώντες. Η ερευνητική ομάδα πιστεύει ότι τα θηλαστικά επέδειξαν την καλύτερη προσαρμογή στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν καταφέρνοντας να βάλουν στο διαιτολόγιο τους ό,τι υπήρχε διαθέσιμο καισε μεγαλύτερη αφθονία στη φύση όπως σπόροι, έντομα κ.α. Με λίγα λόγια επιβίωσαν όσοι δεν ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικοί στην τροφή τους. «Οι σπόροι ήταν μια μεγάλη τράπεζα τροφής που ήταν διαθέσιμοι μόνο σε όσους είχαν ήδη συνηθίσει να την χρησιμοποιούν. Οπότε, αν ήσουν δεινόσαυρος όπως για παράδειγμα, ο Τυραννόσαυρος Ρεξ η τύχη δεν ήταν μαζί σου, γιατί η φύση δεν σε προίκισε με τη δυνατότητα να τραφείς με σπόρους. Όμως για τα πουλιά ή κάποια θηλαστικά που ήδη έτρωγαν σπόρους, ήταν μεγάλη τύχη», αναφέρει ο Μπρουσάτε.

Οι σπόροι εκτός από τροφή για τους επιζώντες βοήθησαν να δημιουργηθούν σιγά σιγά ξανά τα δάση και άλλα φυτά, όταν ο παγωμένος χειμώνας άρχισε να περνά. «Αυτοί οι σπόροι επιβίωσαν μέσα στο χώμα και μετά, όταν το φως του ήλιου άρχισε να φωτίζει ξανά αυτοί οι σπόροι άρχισαν να ανθίζουν και πάλι», αναφέρει ο Μπρουσάτε.

Μην σκέφτεσαι πολύ

Καθώς η Παλαιόκαινος περνούσε, τα οικοσυστήματα ανέκαμπταν και τα θηλαστικά άρχισαν να γεμίζουν τα κενά που άφησαν πίσω τους οι δεινόσαυροι. «Τα θηλαστικά άρχισαν να εξελίσσονται και διαφοροποιούνται αμέσως αφού οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν. Έτσι, τα θηλαστικά απέκτησαν μεγάλη ποικιλομορφία με κάθε πιθανό τρόπο», αναφέρει η Μπερτράντ.

Από τη μια τα σώματά τους άρχισαν γρήγορα να αποκτούν μεγαλύτερο μέγεθος. Ωστόσο, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, το μέγεθος του εγκεφάλου δεν ακολούθησε αμέσως την αύξηση του σώματος.

«Θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μπορεί να πιστεύουμε ότι η εξυπνάδα είναι αυτή που μας βοηθά να επιβιώσουμε και κατ’ επέκταση να κυριαρχήσουμε στον πλανήτη, ωστόσο από τα δεδομένα μας δεν φαίνεται ότι η εξυπνάδα και ο μεγάλος εγκέφαλος να βοήθησε τα ζώα να επιβιώσουν μετά τον αστεροειδή», αναφέρει η Μπερτράντ.

Στην πραγματικότητα, τα θηλαστικά της πρώιμης Παλαιόκαινου περιόδου που είχαν μεγάλο εγκέφαλο σε σχέση με το σώμα τους ίσως βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. «Το ερώτημα είναι γιατί να αναπτύξεις μεγάλο εγκέφαλο; Ένας μεγάλος εγκέφαλος στην πραγματικότητα χρειάζεται πολλή ενέργεια για να μπορέσεις να τον διατηρήσεις. Αν έχεις μεγάλο εγκέφαλο πρέπει να τον θρέφεις αρκετά ώστε να τον διατηρήσεις. Αν δεν μπορείς, επειδή δεν υπάρχει αρκετό φαγητό, τότε πολύ απλά θα πεθάνεις», αναφέρει η Μπερτράντ.

Αντίθετα, η καλύτερη δυνατή εξέλιξη ήταν να γίνεις μεγάλος στο σώμα και μυώδης. Για παράδειγμα το φυτοφάγο θηλαστικό Ectoconus – το οποίο θεωρείται μακρινός συγγενής των σημερινών οπληφόρων ζώων, όπως τα άλογα- έφτασε τα 100 κιλά βάρος μέσα σε λίγες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μετά τον αστεροειδή. Ο αριθμός αυτός στους χρόνους της εξέλιξης μοιάζει με το χρόνο που χρειαζόμαστε για να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας. «Είναι τρελό που κατάφεραν να αποκτήσουν τόσο μεγάλο μέγεθος τόσο γρήγορα. Και αυτό που βλέπουμε είναι ότι όταν έχουμε μεγαλύτερα φυτοφάγα ζώα αμέσως αρχίζουν και ξεπετάγονται και μεγαλύτερα σαρκοφάγα ζώα αρκετά γρήγορα», αναφέρει η Σέλεϊ προσθέτοντας ότι υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα θηλαστικών αυτής της περιόδου που αυξήθηκαν σε μέγεθος τόσο γρήγορα.

Αυτή η γρήγορη αλλαγή της ζωής των θηλαστικών που ακολούθησε μετά την καταστροφή έχει παραβλεφθεί για πάρα πολύ καιρό, λέει η Σέλεϊ. «Έχουν χαρακτηριστεί ως αρχαϊκά και πρωτόγονα, ενώ στην πραγματικότητα όχι- είναι απλώς διαφορετικά», λέει. «Οι πρόγονοί τους επέζησαν της δεύτερης μεγαλύτερης μαζικής εξαφάνισης στην ιστορία της ζωής. Δεν ήταν απλώς ανόητοι που βρήκαν ένα τρόπο να μείνουν στη ζωή. Επιβίωναν και ευημερούσαν και το έκαναν πολύ καλά», συμπληρώνει.

Αυτά τα θηλαστικά κατάφεραν να συμπληρώσουν το κενό που άφησαν πίσω τους οι μεγαλειώδεις αλλά υπερ-εξειδικευμένοι δεινόσαυροι, οι οποίοι ήταν τόσο ταιριαστοί στην Ύστερη Κρητιδική περίοδο, αλλά από την άλλη ήταν τόσο πολύ ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο που δημιουργήθηκε μετά την πρόσκρουση του αστεροειδή.

«Είναι εκπληκτικό αν σκεφτείς ότι είχες ένα είδος όπως οι δεινόσαυροι που υπήρχαν εδώ και τόσες δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, που είχαν καταφέρει τόσο υπέροχα πράγματα όπως το να εξελιχθούν σε γίγαντες στο μέγεθος των αεροπλάνων και σε σαρκοφάγα όντα στο μέγεθος λεωφορείων και πολλά άλλα – και μετά όλα κατέρρευσαν σε μια στιγμή όταν η Γη άλλαξε τόσο γρήγορα», λέει ο Μπρουσάτε. «Ήταν τόσο ακατάλληλοι για αυτή τη νέα πραγματικότητα και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν».

Αυτό που παρατηρεί έντονα η ομάδα του Εδιμβούργου είναι ότι δεν υπήρξε κανένα σχέδιο σε όσα έγιναν.

«Είμαστε εδώ κυρίως τυχαία», λέει η Μπερτράντ. «Ο αστεροειδής θα μπορούσε να μην είχε χτυπήσει τη Γη, θα μπορούσε να είχε πέσει σε μια άλλη περιοχή του πλανήτη, για παράδειγμα στον ωκεανό, και τότε θα υπήρχε τεράστια διαφορά ως προς το ποια είδη θα επιβίωναν. Το όλο θέμα όταν το σκέφτομαι είναι τρελό!», συμπληρώνει.

Ο Μπρουσάτε συμφωνεί. «Ο αστεροειδής θα μπορούσε να είχε περάσει λίγο πιο δίπλα, έστω και ξυστά και θα είχε απλώς αναστατώσει τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, θα μπορούσε να είχε αποσυντεθεί καθώς πλησίαζε στη Γη. Θα μπορούσε να είχε συμβεί οτιδήποτε, αλλά από μια απλή ατυχία έπεσε κατευθείαν πάνω στη γη».

Ωστόσο, για τα θηλαστικά που πλέον ζουν σήμερα στη Γη, η πτώση του αστεροειδή τελικά ίσως ήταν κάτι καλό.Ίσως τελικά σ' αυτόν... χρωστάμε σήμερα την ζωή μας.