Τελικά πέθαιναν όλοι νέοι στον αρχαίο κόσμο;

 

Ένας μύθος που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Κι όμως οι αρχαίοι μας πρόγονοι μπορούσαν να ζήσουν όσο κι εμείς


Υπάρχει ένα γνωστό meme στο οποίο απεικονίζονται άνθρωποι των σπηλαίων μαζί με το κείμενο: «Αθλείται πολύ, πίνει καθαρό νερό, αναπνέει καθαρό αέρα, τρώει μια μεγάλη γκάμα οργανικών τροφών. Είναι νεκρός μέχρι τα 35».

Το meme αυτό αναπαράγει μια πολύ συχνή αντίληψη που υπάρχει σχετικά με το προσδόκιμο ζωής στην αρχαιότητα, ωστόσο όπως τονίζει η Κριστίν Κέιβ, διδάκτωρ Αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας στην Καμπέρα, η αντίληψη αυτή βασίζεται σε έναν μύθο. 

Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα δεν πέθαιναν όλοι κατά τη διάρκεια της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους και τα αρχαία γραπτά το επιβεβαιώνουν. Στον 24ο αιώνα π.Χ., ο Αιγύπτιος βεζίρης Πταχοτέπ έγραψε ποιήματα σχετικά με την εξασθένιση του ανθρώπινου σώματος όταν γερνά. Οι αρχαίοι Έλληνες κατέτασσαν την τρίτη ηλικία ανάμεσα στις θείες κατάρες και οι επιγραφές στους τάφους τους μαρτυρούν πολλούς ανθρώπους που πέθαναν μετά τα 80 τους χρόνια. Οι αρχαίες ζωγραφικές αναπαραστάσεις δείχνουν μάλιστα συχνά ηλικιωμένους ανθρώπους: πλαδαρούς, καμπουριασμένους και ρυτιδιασμένους, ενώ ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Πύλου, Νέστορας, παρουσιάζεται από τον Όμηρο ως σοφός και συνετός γέροντας, που οι συμβουλές του ακούγονται με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς στην Τρωική Εκστρατεία.

Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι μελέτες σε ανθρώπους που και σήμερα ζουν απομονωμένοι μακριά από τις σύγχρονες κοινωνίες και την φαρμακευτική τους, όπως η φυλή Χάντζα (Hadza) στην Τανζανία και η φυλή Ξιλιξάνα Γιανομάμι (Xilixana Yanomami) στη Βραζιλία έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι παρόλο που ένα αγόρι για παράδειγμα της φυλής Χάντζα έχει πιθανότητες 55% να μην ζήσει ως τα 15 του, ο μέσος όρος ηλικίας τη στιγμή του θανάτου είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που θα περίμενε κανείς, καθώς βρίσκεται περίπου στα 60 έτη.

Μάλιστα σύμφωνα με μια μελέτη παρόλο που υπάρχουν διαφορές στο μέσο όρο του προσδόκιμου ζωής στους διάφορους πολιτισμούς και τις διάφορες χρονικές περιόδους – κάτι που επηρεάζεται κυρίως από τη βία και τους πολέμους κάθε εποχής- υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των προφίλ θνησιμότητας στις διάφορες παραδοσιακές φυλές.

Οπότε φαίνεται ότι οι άνθρωποι εξελίχθηκαν έχοντας ένα συγκεκριμένο χρόνο για να ζήσουν σε αυτή τη ζωή. Τα ποσοστά θνησιμότητας στους παραδοσιακούς πληθυσμούς της αρχαιότητας φαίνεται ότι είναι σίγουρα πολύ υψηλά κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας, ενώ στη συνέχεια μειώνονται σε μεγάλο βαθμό και παραμένουν σε ένα σταθερό χαμηλό σημείο μέχρι την ηλικία των 40 ετών. Μετά από αυτό, τα ποσοστά αρχίζουν να αυξάνονται για να φτάσουν στο ανώτερο σημείο στην ηλικία περίπου των 70 ετών. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται ότι παρέμεναν αρκετά υγιείς και δραστήριοι τουλάχιστον μέχρι και τα 60 τους ή και πολύ περισσότερο, όταν τελικά έκαναν την εμφάνισή τους τα γηρατειά, κατά τη διάρκεια των οποίων το σώμα φθίνει φυσιολογικά και η μια ή άλλη αιτία μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο.

Πόσο… με κάνεις;

Οπότε ποια είναι η πηγή του μύθου ότι οι άνθρωποι στην αρχαιότητα πέθαιναν νέοι; Από τη μια, στην επικράτηση του μύθου έπαιξαν σημαντικό ρόλο όλα αυτά που έχουν έρθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Όταν εντοπίζονται τα οστά κάποιου αρχαίου ανθρώπου, οι αρχαιολόγοι και οι βιολογικοί ανθρωπολόγοι προσπαθούν να εκτιμήσουν την ηλικία, το φύλο και την γενικότερη υγεία του νεκρού. Υπάρχουν δείκτες που μας φανερώνουν την ανάπτυξη και την ηλικία ενός παιδιού με αρκετά ασφαλή τρόπο, όπως η ανάπτυξη των δοντιών. Με τους ενήλικες όμως, ο υπολογισμός πρέπει να γίνει με βάση τον εκφυλισμό των οστών.

Όλοι οι άνθρωποι όταν συναντούμε κάποιον, σημειώνει η Κέιβ, μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε στο περίπου ως «νέο», «μεσήλικα» ή «ηλικιωμένο» βασιζόμενοι στην εμφάνιση και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τον συναντάμε. Ανάλογα οι βιολογικοί ανθρωπολόγοι ελέγχουν με αυτόν τον τρόπο τον σκελετό προσέχοντας σε τι κατάσταση είναι τα οστά, καθώς δεν μπορούν να δουν τα μαλλιά ή τις ρυτίδες που προσέχουμε οι υπόλοιποι στους ζωντανούς ανθρώπους. Η εκτίμηση στην οποία καταλήγουν ονομάζεται «βιολογική ηλικία» και βασίζεται στα φυσικά δεδομένα που αντικρίζουν. Ωστόσο, αυτή η ηλικία δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται πάντα με την ακριβή ηλικία που είχε αυτό το άτομο, όταν πέθανε, καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Η εμφάνισή τους και οι δυνατότητές τους, όπως και σήμερα, συνδέονταν με τη γενετική τους κληρονομιά, το στυλ ζωής, την υγεία τους, τις συνήθειές τους, την δραστηριότητα, τη διατροφή και πολλούς ακόμα παράγοντες. Όταν όλοι αυτοί οι παράγοντες συσσωρεύονται καθώς τα χρόνια περνούν – όταν ας πούμε το άτομο φτάνει 40 ή 50 ετών- οι διαφορές είναι πλέον πολύ μεγάλες μεταξύ των συνομήλικων ανθρώπων. Έτσι είναι δύσκολο να υπολογίσουμε με ακρίβεια την πραγματική ηλικία του ανθρώπου είτε η παρατήρηση γίνεται με το μάτι απέναντι σε έναν ζωντανό άνθρωπο είτε απέναντι σε έναν σκελετό. Έτσι, όταν οι βιολογικοί ανθρωπολόγοι εξετάζουν έναν σκελετό ανθρώπου που μοιάζει να είχε περάσει την μέση ηλικία, αποφαίνονται απλώς ότι ο άνθρωπος αυτός πέθανε όταν ήταν «πάνω από 40» ή «πάνω από 50». Ο υπολογισμός αυτός είναι πολύ ευρύς και στην πραγματικότητα σημαίνει ότι ο νεκρός θα μπορούσε να είναι σε οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ των 40 και των… 140!

Το πρόβλημα του μέσου όρου

Ακόμα και ο ίδιος ο όρος «μέση ηλικία θανάτου» έχει συμβάλει στη διαιώνιση αυτού του μύθου. Το πολύ υψηλό ποσοστό παιδικής θνησιμότητας ρίχνει κατά πολύ το μέσο όρο στην μια πλευρά του φάσματος. Ξέρουμε ότι το 2015, ο μέσος όρος προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων (υπολογίζοντας από τη στιγμή της γέννησης) κυμαινόταν από τα 50 χρόνια στη Σιέρρα Λεόνε μέχρι τα 84 χρόνια στην Ιαπωνία. Η μεγάλη αυτή διαφοροποίηση στον μέσο όρο οφειλόταν κυρίως στους περισσότερους θανάτους βρεφών στη Σιέρρα Λεόνε παρά στο γεγονός ότι οι ενήλικες άνθρωποι στη χώρα πέθαιναν νεότεροι.

«Υπάρχει μια βασική διαφοροποίηση μεταξύ της διάρκειας ζωής και του προσδόκιμου ζωή», λέει από την πλευρά του ο ιστορικός του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Γουόλτερ Σέιντελ, ο οποίος ειδικεύεται στην δημογραφική έρευνα της αρχαίας Ρώμης. «Η διάρκεια ζωής των ανθρώπων δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ, σε αντίθεση με το προσδόκιμο ζωής, το οποίο είναι ένα στατιστικό δεδομένο», τονίζει.

Το προσδόκιμο ζωής είναι απλώς ένας μέσος όρος. Αν έχεις δύο παιδιά και το ένα πεθάνει πριν γίνει ενός έτους, αλλά το άλλο φτάσει στην ηλικία των 70 ετών, τότε ο μέσος όρος προσδόκιμου ζωής θα είναι τα 35 έτη. Αυτό είναι μαθηματικά σωστό και σίγουρα μας λέει κάτι σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα παιδιά μεγαλώνουν, αλλά δεν μας δίνει όλη την εικόνα. Γίνεται επίσης εξαιρετικά προβληματικό σε εποχές και περιόδους, κατά τις οποίες η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα υψηλή. Κι αυτό συνέβαινε στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας.

Διαβάστε επίσης: Από τι πέθαιναν οι αρχαίοι Έλληνες;

Ένας πιο ακριβής τρόπος υπολογισμού του μέσου όρου ηλικίας θα ήταν ίσως από την ηλικία της εφηβείας και μετά. Με αυτόν τον τρόπο βγαίνει εκτός υπολογισμού η βρεφική και παιδική ηλικία, όπου σημειώνονται οι περισσότεροι θάνατοι. Ωστόσο, η δυσκολία να υπολογίσουμε με ακρίβεια την ηλικία των αρχαίων σκελετών που πέθαναν μετά τα 50 τους χρόνια συνεχίζει να κρατά πολύ χαμηλότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε τον μέσο όρο ζωής στην αρχαιότητα.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι που στην αρχαιότητα έζησαν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα να είναι σχεδόν «αόρατοι». Ως εκ τούτου αυτό καθιστά αδύνατο να αντιληφθούμε πλήρως τις κοινότητες του αρχαίου παρελθόντος. Στους πολιτισμούς για τους οποίους έχουμε γραπτές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι οι λειτουργικοί ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν τύγχαναν πολύ διαφορετικής μεταχείρισης από τον γενικότερο ενήλικο πληθυσμό, αν και γενικότερα αντιμετωπίζονταν με μεγαλύτερο σεβασμό, ωστόσο χωρίς αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τους «αόρατους ηλικιωμένους» δεν μπορούμε να ξέρουμε τι συνέβαινε στις κοινότητες που δεν κατέγραψαν την ιστορία τους.

Οι πηγές μιλούν

Στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ποιητής Ησίοδος έδινε συμβουλές στους άντρες ότι θα έπρεπε να παντρευτούν «όταν δεν θα είσαι ούτε πολύ λιγότερο από 30 ούτε πολύ περισσότερο». Στην αρχαία Ρώμη από την άλλη, αν ήθελες να μπεις στο «cursus honorum», δηλαδή την ακολουθία πολιτικών-στρατιωτικών αξιωμάτων που σε οδηγούσε ως το ανώτατο αξίωμα του υπάτου, αυτό μπορούσε να γίνει μετά την ηλικία των 30, ενώ για να γίνεις ύπατος θα έπρεπε να είσαι τουλάχιστον 42 ετών. Ενδεικτικά, σήμερα για να γίνει κάποιος πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είναι τουλάχιστον 35 ετών.

Τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ένας Ρωμαίος συγγραφέας, αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Φυσική Ιστορία» για τους ανθρώπους που είχαν ζήσει πολύ. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνει τον ύπατο Μ.Βαλέριο Κορβίνο (100 ετών), τη γυναίκα του Κικέρωνα, Τερέντια (103 ετών), μια γυναίκα ονόματι Κλόντια, η οποία γέννησε 15 παιδιά και έζησε ως τα 115 της (!) και την ηθοποιό Λουκία, η οποία έδινε παραστάσεις ως τα 100 της! Ο ίδιος ο Πλίνιος, ο οποίος θεωρείται ότι πέθανε μόλις στα 56 του ως αποτέλεσμα της έκρηξης του Βεζούβιου, έχει περιγράψει την τρίτη ηλικία με μελανά χρώματα: «Η φύση, στην πραγματικότητα, δεν έχει δώσει μεγαλύτερη ευλογία στον άνθρωπο από τη σύντομη ζωή. Στα γηρατειά, οι αισθήσεις γίνονται θαμπές, τα άκρα θολά, η όραση, η ακοή, τα πόδια, τα δόντια και τα όργανα της πέψης, όλα πεθαίνουν μπροστά μας…», γράφει χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει ο ίδιος μπορεί να σκεφτεί μόνο ένα άτομο που είχε μια ευχάριστα υγιή γηρατειά, έναν μουσικό που έζησε μέχρι τα 105.

Υπάρχουν αντίστοιχα και πολλές επιγραφές και επιγράμματα σε τάφους που δείχνουν ανθρώπους που πέθαναν σε μεγάλη ηλικία, όπως το επίγραμμα στον τάφο μιας γυναίκας που πέθανε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ. και έγραφε: «Ήταν 80 ετών, αλλά μπορούσε να υφαίνει με ακρίβεια με μια διαπεραστική σαΐτα».

Μια ενδιαφέρουσα μελέτη του 1994 συνέκρινε όλους τους σημαντικούς ανθρώπους που είχαν καταγραφεί στο Κλασικό Λεξικό της Οξφόρδης και είχαν ζήσει στην αρχαία Ελλάδα ή την αρχαία Ρώμη. Η ηλικία θανάτου τους συγκρίθηκε με όσους είχαν καταλογογραφηθεί στο πιο πρόσφατο Chambers Biographical Dictionary.

Από τους 397 συνολικά αρχαίους, οι 99 είχαν πεθάνει βίαια εξαιτίας δολοφονίας, αυτοκτονίας ή συμμετοχής σε μάχη. Από τους υπόλοιπους 298, όσοι είχαν γεννηθεί πριν το 100 π.Χ. είχαν μέσο όρο ηλικίας θανάτου τα 72 χρόνια. Όσοι είχαν γεννηθεί μετά το 100 π.Χ. είχαν μέσο όρο ηλικίας θανάτου τα 66 χρόνια. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η εκτεταμένη χρήση του δηλητηριώδους μολύβδου αυτήν την εποχή οδήγησε σε αυτήν την μείωση της διάρκειας ζωής. Συγκριτικά, ο μέσος όρος ηλικίας θανάτου όσων έζησαν μεταξύ των ετών 1850 και 1949 ήταν 71 έτη, δηλαδή έζησαν ένα χρόνο λιγότερο απ’ ό,τι οι άνθρωποι πριν από το 100 π.χ.

Προφανώς, υπάρχουν κάποια σημαντικά προβλήματα με αυτό το δείγμα. Αφενός πρόκειται μόνο για άντρες. Αφετέρου όλοι ήταν αρκετά σημαντικοί για να τους θυμόμαστε μέχρι σήμερα. Αυτό που μπορούμε ωστόσο με σιγουριά να συμπεράνουμε είναι ότι οι καταξιωμένοι, προνομιούχοι άντρες μπορούσαν να ζήσουν περίπου όσο και οι περισσότεροι σήμερα- αρκεί να μην αντιμετώπιζαν κάποιον βίαιο θάνατο πριν!

Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα αυτής της παρατήρησης δεν θα πρέπει ακυρωθεί, σύμφωνα με τον Σέιντελ. «Υποδηλώνει ότι θα πρέπει να υπήρχαν πολλοί ‘ανώνυμοι’ άνθρωποι, οι οποίοι θα ήταν πολύ περισσότεροι, και που πιθανότατα έζησαν ακόμα πιο πολύ», τονίζει.

Οι αρχαιολόγοι Κριστίν Κέιβ και ο συνάδερφός της Μαρκ Όξενχαμ εξετάζοντας τη φθορά στα οδοντικά στοιχεία σκελετών ηλικίας 1.500 ετών που βρέθηκαν σε ένα αγγλο-σαξονικό νεκροταφείο ανακάλυψαν κάτι εντυπωσιακό. Από τους 174 σκελετούς, η πλειονότητα φαίνεται ότι άνηκε σε ανθρώπους άνω των 65 ετών, ενώ 16 άνθρωποι είχαν πεθάνει σε ηλικία μεταξύ 65 και 73 ετών και εννέα είχαν φτάσει τουλάχιστον τα 75 χρόνια.

Ωστόσο, πολλοί επιστήμονες τονίζουν ότι η ζωή ήταν σίγουρα πιο δύσκολη αν δεν ήσουν πλούσιος και έπρεπε να εργάζεσαι σε πολύ σκληρές και επικίνδυνες δουλειές για να επιζήσεις. Αντίστοιχα, οι γυναίκες που έμεναν έγκυες αντιμετώπιζαν πολύ πιο σοβαρούς κινδύνους τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και πολύ περισσότερο της γέννας. Κι όλα αυτά συνδυασμένα με την μεγάλη έλλειψη υγιεινής, ειδικά στους πιο φτωχούς πληθυσμούς είναι πιθανό ότι οδηγούσε σε θανάτους σε πολύ μικρότερη ηλικία από τα 70 χρόνια.

Ο λόγος που δυσκολευόμαστε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πόσο έζησε ο μέσος πρόγονός μας, είτε αρχαίος είτε προϊστορικός, είναι η έλλειψη δεδομένων. Όταν, για παράδειγμα,  οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να προσδιορίσουν τις μέσες ηλικίες θανάτου για τους αρχαίους Ρωμαίους συχνά βασίζονται σε απογραφές από τη Ρωμαϊκή Αίγυπτο. Επειδή, όμως, αυτοί οι πάπυροι χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη συλλογή φόρων, συχνά υπολόγιζαν μόνο τους άνδρες, αφήνοντας απέξω τα βρέφη, τα παιδιά και τις γυναίκες.

Οι επιτύμβιες επιγραφές, που άφησαν πίσω τους κατά χιλιάδες οι Ρωμαίοι, είναι μια άλλη προφανής πηγή. Αλλά τα βρέφη σπάνια τοποθετούνταν σε τάφους, καθώς οι φτωχοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε αυτές οικονομικά, ενώ συχνά οι οικογένειες πέθαναν ταυτόχρονα, όπως κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, και δεν υπήρχε κανείς πίσω για να γράψει επιγραφές.

Υπάρχει όμως ακόμα ένα πρόβλημα γύρω από τις επιγραφές. «Θα έπρεπε να ζεις σε μια εποχή κατά την οποία θα υπήρχε πλήρης καταγραφή των γεννήσεων, ώστε κανείς να ξέρει αν κάποιος έζησε μέχρι τα 105 ή τα 110. Αυτή η καταγραφή όμως ξεκίνησε πολύ πρόσφατα», επισημαίνει ο Σέιντελ. «Αν κάποιος ζούσε πραγματικά μέχρι τα 111, ακόμα και  ο ίδιος μπορεί να μην το γνώριζε».

Ως αποτέλεσμα, πολλά από αυτά που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε για το στατιστικό προσδόκιμο ζωής της αρχαίας Ρώμης προέρχονται από το προσδόκιμο ζωής σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες. Αυτά μας λένε ότι το ένα τρίτο των βρεφών πέθαναν πριν από την ηλικία του ενός έτους και τα μισά παιδιά πριν από την ηλικία των 10 ετών. Μετά από αυτήν την ηλικία οι πιθανότητες για να επιζήσει κανείς αυξάνονταν κατά πολύ. Αν κατάφερνε κάποιος να φτάσει ως τα 60, πιθανότατα θα ζούσε μέχρι και τα 70.

Συνολικά, η διάρκεια ζωής στην αρχαία Ρώμη πιθανότατα δεν ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Μπορεί να ήταν ελαφρώς λιγότερη κυρίως λόγω της έλλειψης φαρμάκων ειδικά για τις ασθένειες της τρίτης ηλικίας, αλλά η διαφορά δεν θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. «Μπορεί να έχουμε εξαιρετικά χαμηλό μέσο προσδόκιμο ζωής, λόγω, ας πούμε των εγκύων γυναικών και των παιδιών που πεθαίνουν, αλλά ταυτόχρονα έχουμε ακόμα ανθρώπους που ζουν μέχρι τα 80 και τα 90».

Σίγουρα βέβαια αν είσαι γυναίκα ή παιδί ή κάποιος εργάτης που εργάζεται σε κάποιο επικίνδυνο και δύσκολο τομέα θα είχες πολύ καλύτερες πιθανότητες να είσαι σε αυτούς που θα φτάσουν τουλάχιστον μέχρι τα 70 τους χρόνια αν… επέλεγες να ζήσεις το 2023 αντί το 23 μ.Χ. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι το χρόνος ζωής των ανθρώπων ως είδος έχει καταφέρει να αυξηθεί κατά πολύ όλα αυτά τα χρόνια, καταλήγουν με αρκετή σιγουριά οι επιστήμονες. Φυσικά, αυτό δεν ακυρώνει όλες τις σπουδαίες ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών που έχουν κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη και κυρίως έχουν δώσει τη δυνατότητα στους περισσότερους ανθρώπους να έχουν την ευκαιρία να φτάσουν ως τα γεράματα, μια ευκαιρία που στο παρελθόν φαίνεται ότι την είχαν κατά κύριο λόγο οι προνομιούχοι της κάθε κοινωνίας.