Μετά την αμερικανική απόβαση την Οκινάουα εκατοντάδες άμαχοι Ιάπωνες αυτοκτόνησαν ομαδικά. Ολόκληρες οικογένειες αλληλοσκοτώθηκαν με τις μαρτυρίες των επιζώντων να συγκλονίζουν
Για να κατανοήσουμε αυτό που συνέβη στην
Οκινάουα την άνοιξη του 1945 πρέπει πρώτα να αναφερθούμε στον όρο «gyokusai» που μεταφράζεται ως «να πεθάνεις γενναία σαν
ένα κόσμημα που διαλύεται». Στην ελεγχόμενη από τους στρατιωτικούς Ιαπωνία ο
θάνατος με τιμή ήταν πολύ σημαντικό μέρος της κουλτούρας της χώρας. Θεωρούταν ύψιστη
ντροπή να αιχμαλωτιστείς από τον εχθρό.
Αυτό οδήγησε και στην λυσσαλέα
αντίσταση στις αμερικάνικες δυνάμεις παρότι υπήρχε η παραδοχή ότι ο πόλεμος
έχει πλέον χαθεί. Οι στρατιώτες πολέμησαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου και σε πολλές περιπτώσεις,
μη έχοντας άλλη λύση, αυτοκτόνησαν για να μην παραδοθούν.
Το «gyokusai» όμως δεν αναφερόταν μόνο στο στρατιωτικό προσωπικό.
Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Τότζο Χιντέκι είχε δηλώσει πως ολόκληρος ο πληθυσμός της
χώρας πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει με τιμή.
Ο δεύτερος παράγοντας που βοηθά στην
κατανόηση του αδιανόητου είναι το κλίμα στην Ιαπωνία λίγο πριν την απόβαση του αμερικανικού
στρατού. Όλοι είχαν πλέον αποδεχθεί ότι αυτό που θεωρούσαν αδύνατο συνέβη. Η
Ιαπωνία ηττήθηκε. Από την άλλη όμως η παράδοση ήταν κάτι εντελώς αντίθετο με
την κουλτούρα της χώρας. Από παιδιά στα σχολεία οι κάτοικοι διδάσκονταν ότι «είναι
τιμή να πεθαίνεις για τον αυτοκράτορα και πρέπει πάση θυσία να αποφύγεις να
πέσεις στα χέρια του εχθρού». Παράλληλα ακόμα και μέσω επισήμων «καναλιών»
κυκλοφορούσαν τερατώδεις φήμες για το τι θα συμβεί όταν οι Αμερικάνοι καταλάβουν
τα νησιά.
Οι φήμες παρουσίαζαν μια εικόνα
κόλασης όπου οι άντρες βασανίζονται, οι γυναίκες βιάζονται και τα παιδιά
εκτελούνται μπροστά στους γονείς τους. Οι Αμερικάνοι ήταν τέρατα και κανείς δεν
έπρεπε να πέσει στα χέρια τους.
Όπως έγινε αργότερα γνωστό στους πολίτες που είχαν στρατολογηθεί είχαν δοθεί δύο χειροβομβίδες. Η εντολή έλεγε:
Όταν πλέον δεν θα έχετε άλλα περιθώρια ρίξτε τη μια στον εχθρό και με την
τελευταία αυτοκτονήστε εσείς και η οικογένεια σας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, και λόγω αυτής της
κουλτούρας φτάσαμε στις μαζικές αυτοκτονίες της Οκινάουα. Παιδιά σκότωσαν τους γονείς
τους και το αντίθετο. Οικογένειες αυτοκτόνησαν μαζικά, γείτονες
αλληλοσκοτώθηκαν, εκατοντάδες ζωές χάθηκαν για να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία.
«Πρώτα σκοτώσαμε τη μητέρα μας»
Την άνοιξη του 1945 ο Σιτζεάκι Κίντζο ήταν
μαθητής Γυμνασίου και ζούσε στο νησί Τοκάσικι. Η μαρτυρία του για τα όσα βίωσε συγκλονίζει:
«Εκρήξεις ακούγονταν παντού, άκουγα
ουρλιαχτά. Ο κόσμος ήταν σε σύγχυση, ο έλεγχος είχε χαθεί. Ένας όλμος
προσγειώθηκε κοντά μου και εξερράγη. Με πέταξε μακριά και ήμουν ζαλισμένος.
Αναρωτιόμουν αν είμαι ζωντανός και τσίμπησα το χέρι μου για να σιγουρευτώ.
Τότε ένα φρικτό θέαμα εξελίχθηκε
μπροστά μου. Ένας από τους αρχηγούς του χωριού, ένας μεσήλικας άντρας, λύγιζε
ένα μικρό δέντρο και προσπαθούσε να το σπάσει. Τι κάνει αυτός ο άνθρωπος,
σκέφτηκα.
Μόλις κατάφερε να κόψει το δέντρο το
πήρε και άρχισε να χτυπά τη γυναίκα και τα παιδιά του μέχρι θανάτου. Ήταν ένα
τρομερό σοκ για εμένα.
Φυσικά είχαμε προετοιμαστεί για τέτοιες
καταστάσεις αλλά δεν πίστευα ότι μπορεί να συμβεί. Δεν ξέραμε πώς θα το
κάνουμε, δεν είχαμε τα μέσα.
Στο μυαλό μας όμως ξέραμε ότι πρέπει
κι εμείς να σκοτώσουμε τους συγγενείς μας έτσι. Με ένα είδος τηλεπαθητικής
επικοινωνίας όλοι άρχισαν να σκοτώνουν μέλη της οικογένειας τους.
Οι γονείς σκότωναν τα παιδιά, οι άντρες
τις συζύγους τους και οι αδελφοί τις αδελφές τους. Έτσι απλά.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν ήταν
φρικτοί. Μόνο που τους αναφέρω μου προκαλεί φρίκη. Τους έπνιγαν με σύρμα ή τους
έκοβαν τους καρπούς με μαχαίρια ή δρεπάνια. Άλλοι χτυπούσαν στο κεφάλι έναν
συγγενή τους με ξύλο ή μια πέτρα. Έβλεπες κάθε είδους μέθοδο.
Η συμφωνία για τον τρόπο θανάτωσης
γινόταν σιωπηρά. Στις περισσότερες περιπτώσεις τον ρόλο του εκτελεστή
αναλάμβανε ο πατέρας. Σε όσες οικογένειες ο πατέρας είχε είτε σκοτωθεί, είτε είχε
στραολογηθεί τις εκτελέσεις έκανε ο παππούς. Στην οικογένεια του θείου μου είχε
απομείνει μόνο η κόρη του, την σκότωσε ο παππούς της.
Στην δική μας περίπτωση εγώ και ο αδελφός
μου ήμασταν αυτοί που έπρεπε να αναλάβουμε. Εγώ ήμουν 16 ετών και ενός μήνα και
ο αδελφός μου δύο χρόνια μεγαλύτερος. Το πρώτο άτομο που σκοτώσαμε ήταν η
μητέρα μας. Σκοτώσαμε το πρόσωπο που μας γέννησε.
Βρισκόμασταν μέσα σε ένα χάος και μας φαινόταν
φυσικό να αφαιρέσουμε πρώτα τη ζωή των ατόμων που αγαπούσαμε πιο πολύ, των
ατόμων που νιώθαμε πιο κοντά μας.
Ήμουν 16 ετών και δεν είχα
αντιμετωπίσει ποτέ τόσο σκληρές καταστάσεις. Έβαλα τα κλάματα, η μητέρα φυσικά
έκλαιγε κι αυτή. Μετά έπρεπε να φύγει ο μικρός μας αδελφός και η αδελφή μας.
Άρχισα να ακούω κραυγές. Εκατοντάδες
πτώματα ήταν συγκεντρωμένα γύρω μου, το αίμα τους είχε κάνει κόκκινο το ποτάμι.
«Γιατί είσαι ακόμα ζωντανός;» θα ρωτήσει κάποιος.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει αλλά
συζητούσαμε με τον αδελφό μου τη σειρά που πρέπει να σκοτώσουμε τους υπόλοιπους.
Καθώς μιλούσαμε ένα αγόρι ήρθε κοντά μας και ήταν σαν να μας ξύπνησε. Αντί να
πεθαίνετε εδώ με αυτό τον τρόπο γιατί δεν πάτε να επιτεθείτε στον εχθρό και να
σκοτωθείτε έτσι, μας ρώτησε.
Σκέφτηκα πως ο πόλεμος θα συνεχιστεί για πολύ
καιρό και θα έχω μια άλλη ευκαιρία να πεθάνω. Ακούγεται παράξενο αλλά αυτό που
με κράτησε ζωντανό ήταν η ελπίδα πως θα βρεθεί ένας διαφορετικός τρόπος να
πεθάνω».
Ο Σιτζεάκι Κίντζο πέθανε τον Ιούλιο
του 2023 σε ηλικία 93 ετών.
«Κάναμε έναν κύκλο και ο πατέρας μου ήταν από πάνω με ένα ρόπαλο»
O Τατσούο Κομίνε ήταν 10 ετών το 1945. Ζούσε με
την οικογένεια του νησί Τοσάσικι. «Κάναμε έναν κύκλο και καθίσαμε. Εγώ, η
μητέρα μου, η αδελφή μου και τα τέσσερα παιδιά του αδελφού μου. Ο πατέρας μου
στάθηκε από πάνω μας κρατώντας ένα ρόπαλο. Χτύπησε πρώτα τη μητέρα μου αλλά δεν
πέθανε. Της έριξε και δεύτερο χτύπημα και ξεψύχησε. Τον ένιωσε να έρχεται από
πίσω μου και μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο» λέει. Τον βρήκε ο αμερικανικός στρατός
και τον μετέφερε βαριά τραυματισμένο στο νοσοκομείο. «Είχαμε αποφασίσει να
πεθάνουμε γιατί δεν φοβόμουν» λέει ο Κομίνε. Από τον οικογενειακό κύκλο του
θανάτου επέζησε μόνο αυτός και ένα από τα ανίψια του.
Στο 88 του σήμερα το σημάδι από το
χτύπημα του πατέρα του παραμένει στο κεφάλι του. «Όταν πίνω τα θυμάμαι όλα και
κλαίω. Δεν θέλω να θυμάμαι αλλά πρέπει να κρατήσω αυτές τις αναμνήσεις και να τις
περάσω στις επόμενες γενιές» τονίζει.